
Και ο κλήρος πέφτει στα…… ( ή για μια φέτα ψωμί-ζάχαρη-λάδι) του Γιώργου Καραχάλιου
To σχέδιο καταστρωνόταν ήδη από την πρώτη ώρα. Τι θα παίζαμε στο διάλειμμα, με ποιους θα το παίζαμε, σε ποιες ομάδες θα χωριζόμασταν.. Και το πρώτο κουδούνι απελευθέρωνε όλη την αδρεναλίνη μας. Τις πιο πολλές φορές έμεναν και εκκρεμότητες που λύνονταν στο επόμενο διάλειμμα.
Παιδί και παιχνίδι είναι δύο έννοιες, δύο λέξεις, απόλυτα συνδεδεμένες και αλληλοεξαρτώμενες μιας και δεν νοείται παιδί χωρίς παιχνίδι και παιχνίδι χωρίς παιδί δίπλα του.
Για κάθε νεαρή ζωή μέσα στη φύση και όχι απαραίτητα ανθρώπινη, το παιχνίδι είναι φυσική, αρχέγονη λειτουργία. Για τα μικρά πλάσματα αποτελεί μέσο σταδιακής ανάπτυξης όλων των δεξιοτήτων, κινητικών, νοητικών συναισθηματικών και ο παιδευτικός του ρόλος είχε ήδη επισημανθεί από τους αρχαίους συγγραφείς.
Για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τoν Ιπποκράτη το παιχνίδι αναγνωρίζεται ως θεμέλιος λίθος της ανατροφής και της κοινωνικής διαπαιδαγώγησης του παιδιού, γιατί εκτός από τη χαρά και την ψυχαγωγία που προσφέρει το βοηθά να καλλιεργήσει την ομαδική σκέψη, την άμιλλα, την πειθαρχία αλλά και την ελευθερία του.
Το απαλλάσσει από ψυχικά συμπλέγματα, δειλίες και φόβους και το οδηγεί στην ανθρώπινη τελειοποίηση, δηλαδή της ψυχής, του πνεύματος και του σώματος.
Ο καθοριστικός ρόλος του παιχνιδιού στη ζωή και στην εξέλιξη του ανθρώπου στο παρόν και στο μέλλον διατρέχει όλους τους αιώνες, από τα ομηρική και την αρχαία εποχή, στο Βυζάντιο, στην Τουρκοκρατία και φτάνει μέχρι τα νεώτερα, μεταπολεμικά χρόνια.
Τα παιδιά, χωρίς να το γνωρίζουν είναι συνεχιστές μιας παράδοσης που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα καθώς πολλά από τα παιχνίδια τους είναι κοινά και παραλλάσσονται μόνο ανάλογα με τα τεχνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής.
Τα βλέπουμε λοιπόν να παίζουν στους δρόμους, από την αρχαία εποχή και το Βυζάντιο, αμπάριζα που στα νεότερα χρόνια το λέμε κυνηγητό, να παίζουν ασκωλασμό δηλαδή κουτσό, βασιλίνδα που σε μας φτάνει ως κλέφτες κι αστυνόμοι, μήλα, διελκυστίνδα που είναι το γνωστό τράβηγμα του σχοινιού, κρικηλασία, το παιγνίδι με τον κρίκο, που σήμερα το συναντάμε ως στεφάνι ή τσέρκι, αλλά και κρυπτίνδα (αποδιδρασκίνδα/μυίνδα) που στην τουρκοκρατία γίνεται κλέφτικο και είναι το αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών το κρυφτό.
Βέβαια πρέπει να πούμε ότι σε όλες αυτές τις περιόδους της ιστορίας τα παιδιά δεν έπαιζαν όλα μαζί. Όχι μόνο τα αγόρια και τα κορίτσια έπαιζαν χωριστά αλλά είναι και λίγα τα υπαίθρια ομαδικά παιχνίδια που επιτρεπόταν να παίξουν τα κορίτσια, όπως η τυφλόμυγα και η πινακωτή.
Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο τα παιδιά υπήρξαν λιγότερο παιδιά. Σε μια χώρα διαλυμένη, οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, η αγωνία του βιοπορισμού, η φτώχεια, δεν αφήνουν περιθώρια στην ελληνική οικογένεια παρά να επιστρατεύσει ακόμα και τα ανήλικα μέλη της να εργαστούν και να συνεισφέρουν οικονομικά. Είναι τα άτυχα παιδιά της πρώτης μεταπολεμικής εποχής που δυστυχώς δεν γνώρισαν τη λέξη παιχνίδι.
Φτάνουμε έτσι στη δεκαετία του 1970, όπου είναι ακριβώς η εποχή που με το κουδούνι του πρώτου διαλείμματος εκτοξευόταν η αδρεναλίνη των παιδιών στα ύψη. Τα χρόνια εκείνα στους δρόμους, στις αλάνες και στα προαύλια των σχολείων και των εκκλησιών δημιουργείται στον κόσμο των παιδιών μια άλλη πραγματικότητα, με τις ανθρώπινες σχέσεις να γίνονται στενότερες και τις φιλίες δυνατότερες.
Το διάβασμα ‘’πήγαινε περίπατο’’, ακόμη και το φαγητό, όταν, ό,τι και αν υπήρχε. Και ποιος έδινε σημασία; Αρκούσε μια φέτα ψωμί-ζάχαρη-λάδι.
Ωστόσο, ο διαχωρισμός των παιχνιδιών ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια είναι αρκετά έντονος και καθοριστικός τα χρόνια αυτά. Στις κλειστές κοινωνίες των χωριών μας, ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας καθορίζεται ήδη από την παιδική της ηλικία.
Τα κορίτσια μένουν περισσότερο μέσα στο σπίτι, παίζουν λιγότερο από τα αγόρια και κυρίως παίζουν μεταξύ τους. Με τα δεδομένα αυτά, τα διαλείμματα στο σχολείο ήταν η μόνη ευκαιρία κοινωνικής επαφής των 2 φύλων, να παίξουν μαζί αγόρια και κορίτσια πάντα σε απόσταση και φυσικά χωρίς καμιά «επαφή».
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω λοιπόν, ένα από τα παιχνίδια που ήταν διαδεδομένο στα διαλείμματα και έρχεται κατευθείαν από την αρχαιότητα ήταν το κότσι (ή κότσος),το κόκαλο (αστράγαλος) δηλαδή από το αρνί. Είχε πολλές εκδοχές στο παίξιμο, ανάλογα με την περιοχή. Στα μέρη μας ήταν αρκετά σκληρό γιατί είχε και τιμωρίες, συνήθως χτυπήματα με τη λουρίδα (ζώνη). Ανταγωνιστικό στη σκληρότητα ήταν μόνο το ‘’ΜΠΙΖ’’ που πάντοτε ξεκίναγε για ‘’πλάκα’’ και στο τέλος κατέληγε σε άγριο ξήλο.
Τα αγόρια έπαιζαν ακόμα κυνηγητό, κρυφτό, με βόλους (ή μπίλιες) σε διάφορες εκδοχές, το στεφάνι (τσέρκι)-στενάζανε τα βαρέλια- και τη βάρβαρη και επικίνδυνη μακριά γαϊδούρα. Τα κορίτσια αντίστοιχα έπαιζαν σχοινάκι, τριότα (ή κουτσό), αλάτι ψιλό και τυφλόμυγα και μαζί με τα αγόρια μήλα. Πολλές φορές, η φαντασία των παιδιών τα οδηγούσε στο να κατασκευάζουν τα ίδια παιχνίδια και να καθορίζουν τους κανόνες παιξίματος, όπως το να φτιάχνουν πατίνια και μπάλες.
Αυτό όμως που εξήρε τη φαντασία των παιδιών τα χρόνια που μιλάμε είναι τα αυτοσχέδια πολεμικά παιχνίδια εμπνευσμένα από τον «ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ» και τον «ΜΠΛΕΚ», τα πρώτα περιοδικά δράσης που κυκλοφόρησαν ευρέως σε όλη την ελληνική επαρχία.
Αλλά και με τις πρώτες κάρτες PANINI που έφτασαν στα μέρη μας γεννήθηκαν και οι πρώτοι ποδοσφαιρικοί ήρωες τα πρώτα ινδάλματα, όπως ο Δεληκάρης, Ο Δομάζος, ο Παπαϊωάννου κλπ.. Μετά η μπάλα, το ποδόσφαιρο, κέρδισαν και επικράτησαν κατά κράτος όλων των άλλων παιχνιδιών. Το καλύτερο γήπεδο; Ο χώρος που γινότανε το αλώνισμα. Όταν τελείωνε και ήταν στρωμένος με τα υπόλοιπα του σανού.
Ο άνθρωπος γερνάει επειδή δεν παίζει; Η δεν παίζει επειδή γερνάει;
Τις τελευταίες δεκαετίες αλάνες μπορεί να μην υπάρχουν. Πολλά από τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί μπορεί να ανήκουν στην ιστορία, όμως τα παιδιά, αυτή η εκπληκτική φάση του ανθρώπινου είδους, θα βρουν το χώρο, θα βρουν τον τρόπο να παίξουν. Μπορεί το κρυφτό και το κυνηγητό να εξακολουθούν να εξιτάρουν τη φαντασία τους, όμως τα παραδοσιακά ομαδικά παιχνίδια λέγονται στις μέρες μας videogames. Αυτά είναι που προσελκύουν το ενδιαφέρον των παιδιών. Όσο κι αν εμείς που δε είμαστε πια παιδιά, θεωρούμε αδιανόητο το να κάθεται κανείς μπροστά σε μια οθόνη και να αισθάνεται την ευχαρίστηση του παιχνιδιού, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια τα παιδιά γοητεύονται από την τρισδιάστατη, πολύχρωμη και γρήγορα εναλλασσόμενη εικόνα. Μπορούν να επιλέγουν τι θα παίξουν, με ποιόν θα παίξουν και πού θα είναι αυτός που θα παίξουν μαζί του.
Μέσα από τους χαρακτήρες των παιχνιδιών αυτών, αναλαμβάνουν πολλούς ρόλους, πειραματίζονται, εξερευνούν, αντιμετωπίζουν τους κινδύνους και νιώθουν κάθε λογής συναισθήματα, το φόβο, την αδυναμία, τη δύναμη, την ικανοποίηση, τη χαρά της νίκης και την απογοήτευση της ήττας. Κυρίως όμως, τα παιδιά αισθάνονται κυρίαρχοι γιατί μπορούν να βάζουν τους δικούς τους όρους και κανόνες, φτιάχνουν δηλαδή το δικό τους παιχνίδι, όπως έκαναν και τα παιδιά των προηγούμενων γενεών.
Δημιουργούν ένα φανταστικό κόσμο όπως τον έχουν στο μυαλό τους και χάνουν πολλές φορές την επαφή με τη πραγματικότητα. Για το θέμα αυτό έχουν γραφτεί άπειρα και έχουν ειπωθεί περισσότερα. Τι είναι σωστό και τι όχι ας το κρίνει καθένας μόνος του.
Εμείς, οι μεγαλύτεροι ας αναρωτηθούμε , που αρχίζει και που τελειώνει, τελικά, η φαντασία και που αρχίζει η πραγματικότητα και μετά ας την εξηγήσουμε και στα παιδιά μας.
γράφει ο Γεώργιος Καραχάλιος
Τα σχόλια είναι κλειστά.