Μετά τη σφαγή | Ενώ το αίμα των 1000 Καλαβρυτινών αχνίζει ακόμα και η πόλη καίγεται, οι ναζί παίρνουν το κολατσιό τους

Οι ναζί κατέχτησαν τη χώρα μας το 1941. Ο ελληνικός λαός ποτέ δεν αποδέχτηκε την κατοχή τους, καθώς και το σύστημα ζωής που του επιφύλασσαν. Αντιστάθηκε με κάθε μέσο. Είναι αλήθεια πως μια μερίδα Ελλήνων συνεργάστηκε με τον καταχτητή, είτε για να δώόσει πολιτική κάλυψη στις ενέργειές του (κυβερνήσεις δοσιλόγων), είτε για να τον υποστηρίξει ένοπλα (τάγματα Ασφαλείας κ.λπ.). Ήταν όμως μικρή σε σχέση με το σύνολο. Όσο το κίνημα Εθνικής Αντίστασης ανέβαινε, οι Γερμανοί ένιωθαν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους. Μοναδικό όπλο τους ήταν η τρομοκρατία. Καθιέρωσαν την έννοια της συλλογικής ευθύνης, που εκφράστηκε με τα ομαδικά αντίποινα. Ξέραν πως το αντάρτικο έβγαινε κυρίως μέσα από το λαό της υπαίθρου και στηριζόταν σ’ αυτόν, κι έτσι όρισαν ότι για κάθε σκοτωμένο Γερμανό θα εκτελούνταν 50 Έλληνες, έστω κι αν δεν είχαν σχέση με τους αντάρτες.

Όταν η Εθνική Αντίσταση απλώθηκε κι απελευθερώθηκαν ολόκληρες επαρχίες, τότε τα ομαδικά αντίποινα, με τρόπο ανάλογο, πήραν τεράστια έκταση. Σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε η σχέση 1:50 και, μετά από πολύνεκρες μάχες, οι καταχτητές προχωρούσαν σε σφαγιασμό ολόκληρων χωριών ή περιοχών. Στη λογική των ναζιστών, μέσο αντιμετώπισης της Αντίστασης ήταν τα αντίποινα. Για να μην υπάρξουν αντίποινα και ολοκαυτώματα έπρεπε να μην υπάρξει Αντίσταση. Και μπαίνει το ερώτημα: δεν έπρεπε να αντισταθεί ο λαός στον καταχτητή; έπρεπε να δεχτεί μοιρολατρικά τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων»; η αποδοχή μιας τέτοιας θέσης θα ήταν τελεσίδικη αποδοχή της δουλείας· θα ήταν παραίτηση του έθνους από το δικαίωμα ύπαρξης· θα ήταν -το σπουδαιότερο- έμπρακτη βοήθεια στον επιδρομέα… Η Αντίσταση, ήταν ο μόνος δρόμος που έμενε στον ελληνικό λαό. Κι αυτόν ακολούθησε, παρά τα αντίποινα, παρά τις σφαγές.
Η μάχη της Κερπινής και τα Καλάβρυτα
Πολλά γράφτηκαν για να «δικαιολογήσουν» τη σφαγή των Καλαβρύτων, σαν πράξη που -δήθεν- οφειλόταν στην εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών από τους αντάρτες. Αυτό υποστήριξαν οι ίδιοι οι Γερμανοί κι αυτό επανέλαβαν πολλοί απολογητές τους μετά τον πόλεμο. Η αλήθεια όμως βρίσκεται αλλού: στα Καλάβρυτα, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, οι ναζί χτυπούσαν την Εθνική Αντίσταση, που τους είχε δώσει ένα σκληρό «μάθημα» στη μάχη της Κερπινής. Αυτός και μόνο αυτός είναι ο λόγος του αποτρόπαιου εγκλήματος. Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Μα επειδή τα πράγματα έχουν μπερδευτεί και οι σημερινοί άνθρωποι έχουν φορτωμένη τη μνήμη με τη λάσπη που πέταξαν οι συνεργάτες των Γερμανών -που σ’ ένα μεγάλο βαθμό, επέβαλαν την άποψή τους σαν «επίσημη»- πρέπει επιτέλους να ειπωθεί όλη η αλήθεια.
Οι πρώτοι αντάρτες στην Πελοπόννησο
Η πρώτη ανταρτοομάδα στην Πελοπόννησο συγκροτείται, με αρχηγό τον αντισμήναρχο Δ. Μίχο, το βράδυ της 25ης Μαρτίου 1943. Σύντομα δυναμώνει και μετά τις πρώτες μάχες με τους Ιταλούς (Πυργάκι, Κάτω Χωριό και αλλού) είναι σε θέση να εκτείνει τη δράση της σε μια περιοχή που καλύπτει την Αιγιαλεία και τη γύρω ζώνη. Μέσα στην άνοιξη του ’43 ο κύριος όγκος της μετακινείται στην επαρχία Καλαβρύτων, που παρουσιάζει στρατηγική υπεροχή. Είναι γενικά γνωστό ότι ο λαός υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τους αντάρτες, πύκνωσε τις γραμμές τους, έτσι ώστε δίκαια η περιοχή Καλαβρύτων να θεωρείται καρδιά του κινήματος Εθνικής Αντίστασης στην Πελοπόννησο.
Ανέκδοτη φωτογραφία με την ηγεσία του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Αχαΐας) | Το 2ο Τάγμα του Συντάγματος αυτού έδωσε τη νικηφόρα μάχη της Κερπινής, που προκάλεσε την οργή των Γερμανών και — σε επέκταση — τα τρομερά αντίποινά τους
Μετά από μάχες με τους Ιταλούς και τον αφοπλισμό σταθμών Χωροφυλακής, οι αντάρτες εξασφαλίζουν ικανό οπλισμό και γύρω στους μήνες του καλοκαιριού δημιουργούν πραγματική ζώνη «Ελεύθερης Ελλάδας». Η παράδοση της Ιταλίας, το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, δίνει στον ΕΛΑΣ Καλαβρύτων μεγάλες ευκαιρίες: σε παράτολμη επιχείρηση, λίγες δεκάδες αντάρτες (40-50) μπαίνουν βράδυ στα Καλάβρυτα και αφοπλίζουν την καραμπινιερία (120), ενώ, σχεδόν παράλληλα με 30 μόλις άνδρες, πετυχαίνουν την παράδοση ενός ιταλικού τάγματος στην Κερπινή. Στις επιχειρήσεις αυτές εξοντώνεται ο διοικητής των ιταλικών δυνάμεων, γνωστός σ’ όλη την Πελοπόννησο σαν «ανταρτοφάγος». Μετά τις επιτυχίες αυτές, οι αντάρτες γίνονται πανίσχυροι. Οι Γερμανοί υποχρεώνονται να αποσύρουν βιαστικά τις δυνάμεις τους από τα Καλάβρυτα και τα Μαζέικα.
63 ναζί αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ!
Η σφαγή των Καλαβρύτων ήταν η απάντηση των ναζί στη συντριπτική ήττα που δέχτηκαν στη μάχη της Κερπινής-Ρογών (16-17 Οκτωβρίου 1943). Εκεί, άλλωστε, πιάστηκαν οι 63 από τους 81 αιχμαλώτους Γερμανούς, που κρατούσαν οι Ελασίτες μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου 1943. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους: Στις αρχές του Οκτωβρίου 1943, το αρχηγείο του ΕΛΑΣ πληροφορείται ότι οι Γερμανοί κινούνται για κατάληψη των Καλαβρύτων, με αφετηρία το Αίγιο. Το τάγμα Αιγιαλείας-Καλαβρύτων των ανταρτών, εξοπλισμένο με ιταλικά όπλα, κινείται να τους αντιμετωπίσει. Υπολογίζεται ότι οι Γερμανοί θα κινηθούν από το δρόμο της Φτέρης και γι’ αυτό το τάγμα του ΕΛΑΣ -με διοικητή το Σφακιανό (Αρετάκη) και καπετάνιο το Βελιά (Κατσικόπουλο)- στήνει ενέδρα εκεί. Μια μικρή ομάδα, με επικεφαλής το Νικήτα (Νικολόπουλο) είχε προωθηθεί στην περιοχή Μαμουσιάς και παρακολουθούσε ένα τμήμα Γερμανών που κινιόταν στο δημόσιο δρόμο Αιγίου-Κορίνθου. Οι Γερμανοί ξέρουν πως οι αντάρτες τους παρακολουθούν και προσπαθούν να τους παραπλανήσουν. Ενδιαφέρουσα είναι η σχετική συνέντευξη που έδωσε ο αυτόπτης Γερμανός υπαξιωματικός Buchinger στο Δ. Κανελλόπουλο («Φωνή των Καλαβρύτων» 8/12/1982). Η περιγραφή αυτή αφήνει αρκετά κενά και ανακρίβειες, γιατί -εκτός των άλλων- ο Πούχρινγκερ αγνοεί την άλλη πλευρά. Όταν οι Γερμανοί κατεβαίνουν προς την Κερπινή ειδοποιούνται τα Καλάβρυτα, ενώ το τάγμα του ΕΛΑΣ σπεύδει να τους προλάβει. Η ομάδα του Νικήτα, που τους παρακολουθεί, ρίχνει μερικές ντουφεκιές και κατορθώνει να τους καθυστερήσει.
Στα ίδια τα Καλάβρυτα ο εφεδρικός ΕΛΑΣ παίρνει ότι παλιοντούφεκα είχε και ειδοποιεί για κινητοποίηση τα γύρω χωριά. Το απόγευμα συγκεντρώνεται ένα πλήθος μισοοπλισμένων και άοπλων χωρικών, αποφασισμένων ν’ αντισταθούν. Το βραδάκι ακούγονται πυροβολισμοί. Είναι ο Νικήτας που αρχίζει επίθεση στη θέση «Μύλος του Γουλά». Οι Γερμανοί πιάνουν θέσεις κι αρχίζουν αψιμαχίες με αποφασιστική σημασία. Προλαβαίνει να φτάσει το τάγμα του ΕΛΑΣ στην περιοχή και ο εχθρός βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά, ενώ γύρω απλώνεται το σκοτάδι. Έτσι ανακόπηκε η πορεία των Γερμανών, που, μην έχοντας ντόπιους οδηγούς, αδυνατούσαν να διαφύγουν. Όλη τη νύχτα οι Γερμανοί υποχωρούν προς την κορυφή του βουνού που βρίσκεται απέναντι από τα Καλάβρυτα. Εκεί τους βρίσκει το πρωί. Στο μεταξύ το τάγμα και ο εφεδρικός ΕΛΑΣ τους στριμώχνει και τους υποχρεώνει να πιάσουν το ρέμα μεταξύ Κερπινής-Ρογών. Κι αρχίζει η κύρια μάχη, που κρατάει μέχρι τη νύχτα. Από τους Γερμανούς 11 μόνο σώθηκαν, 63 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Αργά τη νύχτα, οι αντάρτες γυρνούν στα Καλάβρυτα κουβαλώντας τους αιχμαλώτους.
Διαπραγματεύσεις για τους αιχμαλώτους
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι αντάρτες δεν μπορούσαν να κρατούν αιχμαλώτους, αλλά και δεν ήθελαν να τους σκοτώνουν. Πολλούς Ιταλούς τους είχαν γυμνώσει και τους είχαν διώξει για το Αίγιο. Άλλους πάλι τους παρατούσαν σε διάφορα χωριά (πολλοί έμειναν κι έζησαν εκεί). Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν υπήρχε η δυνατότητα να τους φυλάξουν, μια και μετακινούνταν συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά κράτησαν τους Γερμανούς από τη μάχη της Κερπινής. Γιατί; Οι Γερμανοί είχαν συλλάβει στην Πάτρα δυο βασικά στελέχη του ΚΚΕ: το Γαμβέτα και τον Παπαδόπουλο. Η ηγεσία του υπολογίζει ότι μπορεί να «παζαρέψει» την απελευθέρωση των δυο αγωνιστών (αλλά και άλλων), με αντάλλαγμα τους αιχμαλώτους.
Εκτελούνται δυο στελέχη του ΚΚΕ
Οι προσπάθειες γίνονται μέσο του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού μα ναυαγούν. Στην Πάτρα, την εποχή εκείνη, δρα ο περίφημος Ελπιδοφόρος, καπετάνιος του ΕΛΑΣ, που έχει περάσει στην υπηρεσία του καταχτητή, χωρίς να έχει γίνει ακόμα αντιληπτός ο ρόλος του. Ο Ελπιδοφόρος είχε καταδώσει τους δυο αγωνιστές του ΚΚΕ και ο ίδιος τώρα πληροφορεί τα αφεντικά του για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που είχε ο ΕΛΑΣ, για την απελευθέρωσή τους. Μετά από αυτό οι Γερμανοί σκοτώνουν τους Γαμβέτα και Παπαδόπουλο, για να μη βρεθούν σε δύσκολη θέση. Μόλις το μαθαίνουν οι αντάρτες διακόπτουν κάθε διαπραγμάτευση.
Ο Γαμβέτας, του οποίου το ΕΑΜ ζήτησε την ανταλλαγή | Εκτελέστηκε στην Πάτρα στις 23/2/1944
Οι Γερμανοί και συγκεκριμένα ο στρατηγός Hellmuth Felmy που γνωρίζει τη φιλική σχέση ανάμεσα στο Μίχο και στον επίσκοπο Αιγιαλείας-Καλαβρύτων Θεόκλητο, ζητά από τον τελευταίο μεσολάβηση για τη σωτηρία των αιχμαλώτων. Την αποστολή αναλαμβάνει ο τότε αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος Χρόνης (σήμερα μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης), ο οποίος αργότερα γράφει: «… Κατά τήν έσπέραν τής Παρασκευής 5ης Νοεμβρίου 1943, έκλήθην έπειγόντως είς τήν Ιεράν Μητρόπολιν, ένθα ό Σεβασμιώτατος μέ παρεκάλεσε νά ήγηθώ ’Επιτροπής καί νά μεταβώμεν είς τό έν Σκεπαστώ διαμένον Άρχηγείον των Ανταρτών, διά νά παρακαλέσωμεν όπως άπολυθώσιν οί Γερμανοί αιχμάλωτοι, οί όποιοι συνελήφθησαν κατόπιν συμπλοκής έντός μιας χαράδρας μεταξύ Κερπινής καί Ρογών. Είχε πληροφορηθή ό Σεβασμιώτατος, όπως μού έξήγησεν, ότι είχε ληφθή άπόφασις παρά τών Γερμανών νά έπιβληθούν άντίποινα διά τούς Γερμανούς στρατιώτας-αίχμαλώτους. Συγκεκινημένος δέ έτόνιζεν, ότι θά άπετρέπετο ή καταστροφή έάν άπελύοντο οί αίχμάλωτοι. Άντελήφθην, ότι πρόκειται περί σοβαρών γεγονότων καί όλοι μας παρακαλούσαμε τόν Σέβασμιώτατον νά ήγηθή ό ίδιος τής ‘Επιτροπής, τοσούτον μάλλον καθόσον ήτο γνωστόν ότι συνεδέετο προσωπικώς μετά τού άρχηγοΰ τών άνταρτών Καπετάν Μίχου. Πλήν, όμως, ούτε ό Σεβασμιώτατος, ούτε καί άλλος τις έκ τών κληρικών τού περιβάλλοντός του έδέχθη, καί τήν πρωίαν τού Σαββάτου τής 6ης Νοεμβρίου 1943, έξεκινήσαμεν μετά τών υπολοίπων μελών τής ‘Επιτροπής, ύπό βροχήν, καί έπειτα άπό 10 ώρας έφθάσαμεν είς τό Σκεπαστόν. Ό σκοπός τής άποστολής μας, άγνωστον πώς, ήταν εις όλους γνωστός, διάφοροι δέ άνταρτικαί όμάδες καθ’ όδόν καί συναγωνισταί τοΰ ΕΑΜ μας έλεγον, ότι θά ήτο μάταιος κόπος. Τά ίδια άκούσαμε καί έν Σκεπαστώ παρά των διαφόρων έπισήμων καί άνεπισήμων μέχρι τής 10ης πρωινής τής Κυριακής, οπότε έγίναμε δεκτοί ύπό τού ’Αρχηγείου… Άπευθυνόμενος πρός τούς Καλαβρυτινούς, τούς είπα, έπί λέξει:
– ‘Εάν δέν απολυθούν οι αίχμάλωτοι, όταν μάθετε, ότι έρχονται οί Γερμανοί νά φύγετε, διότι θά σας έκτελέσουν, ή έάν έλθουν άεροπλάνα, νά κρυφτήτε, διότι θά σάς βομβαρδίσουν. Είς τό Αίγιον ό Σεβασμιώτατος καί όλοι, τά Καλάβρυτα, τό Σκεπαστό, τήν Κερπινή καί τούς Ρογούς, τά έχουν ξεγράψει άπό τόν χάρτη.
Τήν έπομένην μάς έδόθη έγγραφον άπό τούς άντάρτες, διά τού όποίου έπρότειναν είς τούς Γερμανούς ανταλλαγή των αίχμαλώτων μέ Έλληνας ευρισκομένους είς τάς φυλακάς, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, πράγμα πού δι’ ήμάς έφάνη λογικόν καί τό όποιον ύπεστηρίχθη άπό τήν ’Επιτροπήν ενώπιον τών Γερμανών καί έγένετο ύπ’ αυτών άποδεκτόν κατ’ άρχήν. Μας παρεκάλεσαν όμως οί Γερμανοί νά μεταφέρωμεν δεύτερον έγγραφον είς τό όποιον έτονίζετο, ότι όλοι οί κρατούμενοι ύπ’ αυτών ήσαν κομμουνισταί καί ρωτούσαν τούς άντάρτες έάν έπέμεναν είς τήν άπόλυσίν των. Οί άντάρται, είς τό δεύτερον αύτό έγγραφον, φαίνεται, ότι άπήντησαν μέ τρόπον πού έξερέθησαν τούς Γερμανούς καί τότε οί Γερμανοί μάς κάλεσαν νά μεταφέρωμεν τρίτον έγγραφον διά νά άπολυθοϋν οί αίχμάλωτοι καί θά άπολύσουν καί αυτοί τούς Έλληνας, άδιαφορούντες, όπως μάς είπαν, διά τά όσα θά ύποστώμεν όταν είς τούς άντάρτας προστεθούν καί τόσα κακοποιό στοιχεία…
Προμετωπίδα της πρώτης αντιστασιακής εφημερίδας του ΕΑΜ στην Πελοπόννησο
Έν τώ μεταξύ, όταν ειδοποιηθήκαμε διά τού Σεβασμιωτάτου νά μεταφέρωμεν τό τρίτον έγγραφον, τού είπον, έπί λέξει:
– Σεβασμιώτατε, πρέπει νά μεταβήτε μόνος σας ή νά καλέσετε τούς τού ΕΑΜ Αίγιου καί αν αυτοί πεισθούν, τότε θά τελειώση εύνοϊκώς τό ζήτημα. ‘Υπέδειξα δέ τά σημαίνοντα πρόσωπα τού ΕΑΜ αίδεσιμωτάτους Θεόδωρον Παπαγεωργίου, Άνδρέαν Παπαδημητρίου κ.λπ. Ό Σεβασμιώτατος μέ έστειλε νά φωνάξω τόν Παπαθεοδώρου, δυστυχώς όμως ούτε ό άείμνηστος αυτός Παπαθεοδώρου ούτε οί άλλοι είχον, ώς έξεδήλωσαν, τήν γνώμην ν’ άπολυθοϋύν οί αιχμάλωτοι. Τότε έγώ, μέ δύο μόνον μέλη τής ’Επιτροπής, άνελάβομεν νά μεταφέρωμεν τό έγγραφον, μέ έλαχίστας πλέον έλπίδας. Εις τό μέσον τού δρόμου, τό έγγραφον παρέλαβεν ό καπετάνιος τής περιφέρειας Καραϊσκάκης, ύποσχεθείς ότυ περισσότερον άπό έμάς θά ύπεστήριζεν τό ζήτημα κ.λπ., μάς ύπεσχέθη δέ ότι θά φέρει τήν άπάντησιν εις τό ίδιον σημείον. Ή άπάντησις ήτο, ώς άνεμένετο, δηλαδή φαίνεται, ότι θά ζητούσαν κρατουμένους πού εύρίσκοντο είς Γερμανίαν ή Ιταλίαν ή ότι διά κάθε Γερμανόν αιχμάλωτον, ζητούσαν τήν άπόλυσιν 50 Ελλήνων. Τήν ιδίαν ήμέραν, οί Γερμανοί έβομβάρδισαν τό Σκεπαστόν (29 Νοεμβρίου 1943) μέ 75 βόμβας, όπου βρήκαν θάνατον 18 συγχωριανοί μου, συγχρόνως δέ έξεκίνησαν έκ Τριπόλεως, Πατρών καί Αίγιου διά τά Καλάβρυτα. Τήν 11ην Δεκεμβρίου μάθαμε είς Αιγιον, ότι οί Γερμανοί έξετέλεσαν τούς κατοίκους Ρογών καί Κερπινής καί τούς μοναχούς τού Μεγάλου Σπηλαίου. ’Αμέσως έπισκέπτομαι τόν Σεβασμιώτατον καί τού λέγω, ότι θά πρέπει νά μεταβώμεν είς τούς Γερμανούς, νά διαμαρτυρηθώμεν καί νά τούς ζητήσωμε καί όπλα διά νά τά χρησιμοποιήσωμε δήθεν έναντίον των άνταρτών καί έτσι θά φανή ότι είμεθα έναντίον των καί θά άποφευχθή ή καταστροφή τών Καλαβρύτων.
– Είναι έξαγριωμένοι οί Γερμανοί τώρα καί ύπάρχει κίνδυνος νά μάς κάνουν κακό, μού άπάντησε ό Σεβασμιώτατος. Δυστυχώς καί έγώ δεν προέβην είς ούδεμίαν άλλην ένέργειαν τότε μέχρι τής 10ης νυκτερινής τής 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπότε έμάθαμεν, ότι είχε συντελεσθή ή φριχτή τραγωδία τών Καλαβρύτων, Σκεπαστού καί Άγίας Λαύρας…». Είναι φανερό ότι οι Γερμανοί -ιδιαίτερα προκλητικοί πια- δεν ενδιαφέρονται ν’ ανταλλάξουν τους αιχμαλώτους. Όλα είναι προσχήματα. Με τις διαπραγματεύσεις ενδιαφέρονται απλώς να κερδίσουν χρόνο και να εντοπίσουν το αρχηγείο των ανταρτών στη Βυσωκά, το οποίο άλλωστε βομβαρδίζουν στις 29 Νοεμβρίου -17 νεκροί- πριν πάρουν τελικές απαντήσεις.
Ο θρήνος της Καλαβρυτινής Μάνας (Ξυλογραφία Τ. ΚΑΝΘΟΥ)
Η απόφαση για την καταστροφή των Καλαβρύτων και για τη σφαγή εκατοντάδων ανθρώπων είχε παρθεί. Οι ναζί είχαν ήδη υπολογίσει τις απώλειές τους στην Κερπινή σε 90 νεκρούς, κατατάσσοντας σ’ αυτούς και τους αιχμαλώτους… Η διαταγή της σφαγής βρίσκεται στα χέρια του στρατηγού Hellmuth Felmy.
Οι πλαστογραφίες των ναζί
Η «επιχείρηση Καλάβρυτα» έχει σχεδιαστεί από τα τέλη Νοεμβρίου κι η πραγματοποίησή της αρχίζει την 1 Δεκεμβρίου 1943. Στόχος είναι η πλήρης καταστροφή της περιοχής όπου έγινε η μάχη Κερπινής-Ρογών, καθώς και των Καλαβρύτων. Αυτό το γνωρίζουν όλοι οι επικεφαλής των γερμανικών τμημάτων και, μέσω του Hellmuth Felmy, ο Θεόκλητος. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: μετά τη λήξη του πολέμου, ο Hellmuth Felmy (διοικητής του 68ου Σώματος της Αθήνας και κύριος υπεύθυνος της απόφασης για τη σφαγή) και ο αντισυνταγματάρχης Velfinger (διοικητής του 749 συντάγματος, διοικητής Πατρών και αρχηγός του δολοφονικού αποσπάσματος) «ένιψαν τας χείρας» και ισχυρίστηκαν πως δεν γνώριζαν τίποτα για το τι επιφυλασσόταν στα Καλάβρυτα. Ρίξαν όλα τα βάρη στον υποστράτηγο Karl von Le Suire (προσωρινό αντικαταστάτη του Hellmuth Felmy που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στο Στάλινγκραντ και το 1954 πέθανε στην ΕΣΣΔ. Το θράσος των δολοφόνων φτάνει στο απόγειό του, όταν ο Βέλφινγκερ -γνωστός σφαγέας του πατρινού λαού- εμφανίζεται στη δίκη της Νυρεμβέργης ως μάρτυρας υπεράσπισης του Hellmuth Felmy! Λίγο μετά τη σφαγή των Καλαβρύτων και μπροστά στο θόρυβο που ξεσήκωσε, οι ναζί προσπάθησαν να επινοήσουν μερικές δικιολογίες. Έτσι ο Hans Speidel -γενικός διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα- γράφει στον «πρωθυπουργό» Ράλλη, στις 29/12/1943: «… Έξήτασα έπισταμένως τά Ιστορικά γεγονότα τών Καλαβρύτων. Διεπιστώθη, ότι ή βίαια έπίθεσις τών στρατευμάτων έγένετο κατόπιν τών όμαδικών δολοφονιών Γερμανών στρατιωτών καί τής κατά μέρος ύποστηρίξεως τών ανταρτών από τόν πληθυσμόν. ‘Επί πλέον διαπιστώνω τά άκόλουθα:
1) Όταν ό Γερμανικός στρατός προήλαυνε πρός τά Καλάβρυτα, έδέχθη έπίθεσιν διό πυροβολισμών έκ τών οίκιών. Ούτω ή πόλις κατελήφθη κατόπιν μάχης.
2) Ό πληθυσμός -όχι βεβαίως ξένοι άντάρται- διέπραξε ρεγάλας, απίστευτους, θηριωδίας, π.χ. έρριψαν τραυματίας Γερμανούς στραπώτας είς φρέατα καί έπνίγησαν. Τούτο άποδεικνύεται καί διά μαρτύρων.
3) Το άναφερόμενον Μοναστήριον (τής Αγίας Λαύρας) ήσκησεν άμυναν καί παρέστη ανάγκη νά καταληφθή κατόπιν μάχης. Τρεις μοναχοί συνελήφθησαν μέ όπλα άνά χείρας…».
Φυσικά, όλα είναι ψέματα. Η μαρτυρία όμως αυτή δίνει κι όλη την αναξιοπιπιστία των γερμανικών εγγράφων, που χαλκεύτηκαν μετά το θόρυβο για τη σφαγή. Όλα τα «ντοκουμέντα» που βρέθηκαν ή θα βρεθούν στα λεγόμενα «γερμανικά αρχεία» για την καταστροφή των Καλαβρύτων, έχουν ένα και μόνο σκοπό: να αποδείξουν ότι τα αντίποινα έγιναν για την εκτέλεση των αιχμαλώτων από τους αντάρτες κι όχι για τη συντριπτική ήττα τους στη μάχη της Κερπινής.
Ένα βρόμικο «παιχνίδι»
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών είχαν ως συγκεκριμένους στόχους τον έλεγχο του Χελμού και την εκτέλεση αντιποίνων στην περιοχή των Καλαβρύτων. Θεωρούν το Χελμό κέντρο του αντάρτικου και υπολογίζουν πως θα κυκλώσουν εκεί σοβαρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Οι πληροφοριοδότες τους στα μετόπισθεν τους έχουν δόσει πλήρη στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί εκεί. Από τη μεριά τους όμως οι αντάρτες είναι κι αυτοί γνώστες των γερμανικών σχεδίων.
Η χαράδρα, στη θέση Μάγερος, όπου εκτελέστηκαν οι αιχμάλωτοι Γερμανοί από τον ΕΛΑΣ | Στην πράξη αυτή υποχρεώθηκαν από τη συνεχή καταδίωξη των γερμανικών αποσπασμάτων
Έτσι, ο στόχος του ΕΛΑΣ είναι να βρεθούν οι δυνάμεις του εκτός του κλοιού. Αυτό που φαίνεται να μπερδεύει λίγο την κατάσταση είναι οι παραπλανητικές κινήσεις των Γερμανών προς την περιοχή της Δίβρης, η οποία αποτελεί και χώρο αναδίπλωσης των αντάρτικών δυνάμεων.
Ο Παπαδόπουλος συνεργάτης των Γερμανών
Ιδιαίτερα σημαντική είναι την εποχή αυτή η δράση των ποικιλώνυμων «Ελλήνων» πρακτόρων του εχθρού, που είχαν συγκροτηθεί στην Πάτρα σε ένα είδος γραφείου πληροφοριών του καταχτητή και είχαν τρομερές διασυνδέσεις με ανθρώπους τους στα χωριά της Αχαΐας (στα ηγετικά στελέχη της οργάνωσης αυτής διαπιστωμένα ανήκε ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος). Έτσι, όταν οι Γερμανοί ξεκινούσαν κάποια επιχείρηση, είχαν πλήρεις πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί που κατευθύνονταν. Πριν από την «επιχείρηση Καλάβρυτα» οι δοσίλογοι της Πάτρας είχαν στείλει στην περιοχή των Καλαβρύτων έναν άνθρωπό τους από την περιοχή του Αιγίου, που παρίστανε το γυρολόγο (τον γνώρισα το 1972 και έμεινα έκπληκτος από την άριστη οργάνωση του εχθρικού κατασκοπευτικού δικτύου, στα χρόνια εκείνα). Ο πράκτορας κινήθηκε προσεκτικά και μέσο των επαφών του κατόρθωσε να μάθει πως οι αιχμάλωτοι είχαν μεταφερθεί στα Μαζέικα, για να ειδοποιήσει -στη συνέχεια- τα αφεντικά του. Με τα Μαζέικα διατηρούσαν οι δοσίλογοι της Πάτρας διπλή επαφή: από τη μια μέσω του γιατρού Καρκούλια και από την άλλη μέσω των συγγενών διάφορων ταγματασφαλιτών. Ας σημειωθεί ότι η οργάνωσή τους στα Μαζέικα ήταν αξιοθαύμαστη σε συνωμοτικότητα… Οι Γερμανοί γνωρίζουν λοιπόν πολύ καλά που βρίσκονται οι αιχμάλωτοι, με κάθε λεπτομέρεια. Η «επιχείρηση Καλάβρυτα» επομένως, που ξεκινά στις 1/12/1943, δεν αποσκοπεί στην απελευθέρωσή τους, αλλά στην επιβολή αντιποίνων. Αυτό είναι βέβαιο.
Οι γερμανικές επιχειρήσεις
Τις επιχειρήσεις έχει αναλάβει η 117 γερμανική μεραρχία «Κυνηγών». Η μεραρχία κινεί μια ισχυρή δύναμη με επικεφαλής το λοχαγό Gnass έτσι ώστε να αποκόψει κάθε υποχώρηση των ανταρτών (με τους αιχμαλώτους) προς νότια (Αρκαδία) και προς ανατολικά (Κορινθία). Ταυτόχρονα κινούνται δυνάμεις κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, με στόχο την κύκλωση του Χελμού. Δυο άλλες φάλαγγες, η μια από το Αίγιο κι η άλλη από την Πάτρα, κατευθύνονται προς τα Καλάβρυτα, για να εκτελέσουν την απόφαση αντιποίνων. Στα «γερμανικά αρχεία», βρέθηκαν έγγραφα για τις κινήσεις των παραπάνω αποσπασμάτων. Τα έγγραφα αυτά συντάχτηκαν μετά το τέλος των επιχειρήσεων, είναι ένα είδος αναφορών και το περιεχόμενό τους προδίδει πως επιδιωκόταν -μέσο αυτών- να μετριαστούν οι εντυπώσεις από το βάρβαρο έγκλημα των Καλαβρύτων. Με λίγα λόγια δεν είναι αντικειμενικά, αλλά έγγραφα σκοπιμότητας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις δηλώσεις που κάνουν αργότερα -μέχρι και πρόσφατα- οι επιζώντες των γερμανικών τμημάτων. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Velfinger στα 1975 (συνέντευξη στο δημοσιογράφο Παντελούρη του «Ταχυδρόμου»), ότι όντας στρατοπεδευμένος έξω από την Πάτρα, στις 8 Δεκεμβρίου, πήρε την ακόλουθη διαταγή. «…Οί 80 αιχμάλωτοι Γερμανοί στρατιώτες δολοφονήθηκαν κτηνωδώς σέ ρέμα τής περιοχής Καλαβρύτων άπό τούς άντάρτες. Σέ άντίποινα διατάσσεται ή πυρπόληση τής περιοχής καί ή έκτέλεση τοΰ άνδρικού πληθυσμού, πού συνέπραξε μέ τούς άντάρτες».
Ο υπολοχαγός Τένερ, ο σφαγέας των Καλαβρύτων, ποζάρει χαμογελαστός.
Πρόκειται φυσικά για ψέματα που σκοπεύουν στη μετάθεση των ευθυνών και στη δικιολόγηση της σφαγής, σαν πράξης που προερχόταν από «δικιολογημένη αγανάκτηση». Ο Velfinger ήξερε πολύ καλά το σκοπό της επιχείρησης -άλλο αν δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει γιατί τραυματίστηκε σε ατύχημα- και ήταν άνθρωπος χωρίς ηθικές αναστολές, με τεράστιο αριθμό εκτελέσεων στο ενεργητικό του. Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει στην ίδια συνέντευξη: « Ή στάσις των άνταρτών γινόταν όλο καί πιό άνυπόφορη γιά τις δυνάμεις κατοχής καί ήπειλείτο σέ μεγάλο βαθμό, τόσο ή άσφάλεια τού καθενός Γερμανού στρατιώτη όσο καί τού έλληνικού πληθυσμού πού δέν βρισκόταν μέ τό μέρος των άνταρτών. Οί πολυάριθμες ύπουλες δολοφονίες, άπαγωγές, έκτελέσεις καί οί κάθε είδους βαρβαρότητες πού διέπραττε τό ΕΑΜ, όχι μόνο σέ βάρος Γερμανών στρατιωτικών, άλλα καί σέ βάρος ‘Ελλήνων πολιτών, καί ύπαλλήλων, άποτελούν μιά ξεκάθαρη άπόδειξη πώς όλος ό άποκαλούμενος άντιστασιακός άγώνας τού ΕΑΜ βρισκόταν έκτος των νόμων τού πολέμου. Σύμφωνα μέ όσα ξέρω, σαν όμηροι διαλέγονταν μόνον όπαδοί τού ΕΑΜ ή πρόσωπα προσκείμενα πρός αυτό γιά τά όποία υπήρχαν σοβαρές υποψίες πώς έπαιρναν ένεργά μέρος σέ πράξεις άντιστάσεως έναντίον των δυνάμεων κατοχής. Σέ κάθε περίπτωση, μάλιστα, παίρναμε μόνο έκείνους τούς όμηρους για έκτέλεση πού είχαν τίς πιό βαριές κατηγορίες. Ή διαλογή καί ό έλεγχος γινόταν συνήθως μέ τη συνεργασία ‘Ελλήνων ύπαλλήλων, που γνώριζαν πρόσωπα καί πράγματα…» Το ήξερε ακόμα κι ο Φέλμι -το είχε πει στο Θεόκλητο-, έστω κι αν αργότερα έκανε την «αθώα περιστερά». Στις 8 Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του Velfinger βρίσκονται στη Χαλανδρίτσα. Την ίδια ημέρα, τμήματα του Αίγιου έχουν προχωρήσει προς τα χωριά Κερπινή και Ρογούς, τα οποία και αφανίζουν (χωρίς να επικαλεστούν, στους κατοίκους τους, θέμα αιχμαλώτων). Στο μεταξύ, στις 6 Δεκεμβρίου, το τμήμα του Gnass συγκρούεται με τον ΕΛΑΣ στην περιοχή του χωριού Παγκράτι. Φτάνει στα Μαζέικα την επόμενη μέρα και στην υποδοχή του συμμετέχουν οι γιατροί Καρακούλιας και Σταυρόπουλος, καθώς και ο καθηγητής Γκλαβάς…
Ξεγλιστρώντας από τον κλοιό
Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι βρίσκονταν στα Μαζέικα μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου, ενώ ήδη υπήρχε εντολή της μεραρχίας του ΕΛΑΣ, που όριζε ότι έπρεπε να μετακινηθούν εκτός του κλοιού της επιχείρησης και ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο νά πέσουν στα χέρια των συμπατριωτών τους (αν παρουσιαζόταν τέτοιος κίνδυνος, θα τους εκτελέσουν). Καταληλλότερο μέρος για να κατευθυνθούν ήταν η Ηλεία, που σύμφωνα με τις πληροφορίες του αρχηγείου του ΕΛΑΣ, δεν περιλαμβανόταν στον κλοιό των επιχειρήσεων.
Γερμανοί αιχμάλωτοι στην Πελοπόννησο, δουλεύουν κάτω από την εττίβλεφη ανταρτών (Φωτ. Σ. Μελετζή) | Ο ΕΛΑΣ είχε πάγια γραμμή να μην τους εκτελεί…
Η εντολή αυτή έφτασε, όπως είπαμε, αργά στα Μαζέικα, όπου την φύλαξη των αιχμαλώτων είχε αναλάβει ο Σωτήρης Θεοδωρακόπουλος. (Τη γενική ευθύνη την είχε η πολιτική οργάνωση της επαρχίας και ειδικότερα ο γραμματέας του ΕΑΜ, της επαρχίας). Έτσι, στις 4 Δεκεμβρίου ο επικεφαλής της φρουράς κάνει τηλεφωνικά επαφή με την ταξιαρχία και ρωτάει τί να κάνει με τους αιχμαλώτους. Το τηλέφωνο είναι χαλασμένο και φωνάζει δυνατά, έτσι ώστε ν’ ακούγεται από πολύ κόσμο. Του απαντούν να μετακινηθεί γρήγορα, με βάση την εντολή της μεραρχίας. Στις 5 Δεκεμβρίου, σε συνεργασία με το γραμματέα του ΕΑΜ, ο Θεοδωρακόπουλος παίρνει τους αιχμαλώτους και προσπαθεί απεγνωσμένα να φύγει προς τα Τριπόταμα. Στο χωριό Μοστιτσιάνικα Καλύβια μαθαίνει ότι ο δρόμος προς τα κει έχει κοπεί. Γυρνά προς τα πίσω και κατευθύνεται προς το χωριό Πλανητερό, με στόχο να περάσει στην Κορινθία, μέσω του Φενεού. Εκεί είναι όμως ήδη τμήματα των Γερμανών υπό τον Gnass. Τελικά φτάνει στο Πλανητερό, όπου απ’ ότι φαίνεται, εντοπίζεται από τους Γερμανούς (αεροπλάνα τους κάνουν ανιχνεύσεις πάνω από την περιοχή) και κρύβεται με τους αιχμαλώτους στα πυκνά πλατάνια. Έχει παγιδευτεί. Την άλλη μέρα οι αιχμάλωτοι μεταφέρονται ψηλά στη Ράχη κοντά στο χωριό Μάζι και εγκαθίστανται στη βίλα του Μπράουν, όπου βρίσκεται και η αγγλική αποστολή. Στα Μαζέικα έχει μείνει ένας άρρωστος Γερμανός σε σπίτι. Θα τον βρουν εκεί οι άντρες του Gnass. Είναι ένας από τους δυο που -σύμφωνα με τους Γερμανούς—-είχε γλυτώσει από την «εκτέλεση». Βέβαια ο άνθρωπος δεν ήξερε τίποτα για εκτέλεση -αφού είχε μείνει πίσω-αλλά μετά από εντολή θα καταθέσει ότι ήταν παρών σ’ αυτήν. Τέτοιας ποιότητας ήταν τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για να δι-κιολογήσουν τη σφαγή των Καλαβρύτων.
Προδοσία…
Με το άκουσμα της μάχης Γερμανών-ΕΛΑΣ στο χωριό Παγκράτι, (6 Δεκεμβρίου), οι περισσότεροι κάτοικοι των Μαζέικων φεύγουν για να σωθούν Το βράδυ, οι γερμανόφιλοι του χωριού εκμεταλλεύονται το κενό, πηγαίνουν στη λέσχη της ΕΠΟΝ και γεμίζουν τους τοίχους με εμετικά συνθήματα, όπως «Άτιμοι Κομμουνιστές θα πεθάνετε», «Έρχονται τ’ αδέλφια μας των Ταγμάτων Ασφαλείας να μας απελευθερώσουν», «Θα σας εκδικηθούμε», «Οι μέρες σας είναι μετρημένες» και άλλα (τα γράφω όπως τα θυμάμαι γιατί τα διάβασα ο ίδιος στις 7 Δεκεμβρίου, λίγες ώρες πριν έρθουν οι Γερμανοί). Όμως υπάρχει και συνέχεια της προδοσίας. Η ομάδα που κινείται γύρω από το γιατρό Καρκούλια είναι καλά οργανωμένη και μπορεί να ενημερώσει τους Γερμανούς για τις κινήσεις των ανταρτών, όπως ήδη τους έχει πληροφορήσει τα σχετικά με το τηλεφώνημα του Θεοδωρακόπουλου με την ταξιαρχία. Ο Gnass γνωρίζει δηλαδή, πριν μπει στα Μαζέικα, προς τα που κινείται η ομάδα των αιχμαλώτων. Με την είσοδό του στο χωριό, οι «Έλληνες» της υποδοχής του λένε να σπεύσει να προλάβει τους αντάρτες, πριν αυτοί προχωρήσουν σ’ εκτελέσεις. Έτσι, οι Γερμανοί, το βράδυ της 7-8 Δεκεμβρίου, συνοδευόμενοι από δοσίλογους οδηγούς, κινούν για το Μάζι.
… και αιφνιδιασμός
Φτάνουν νύχτα στο Πλανητερό. Στο σχολείο του χωριού υπάρχει τηλέφωνο, στο οποίο βρίσκονται τη στιγμή εκείνη, τρεις νέοι από τα Μαζέικα, ο Δ. Βουρτσάνης, ο Γ. Τσάμης κι ο Γ. Χαμακιώτης. Μόλις την τελευταία στιγμή καταλαβαίνουν πως είναι περικυκλωμένοι, πηδούν από τα παράθυρα και καταφέρνουν να χαθούν στο σκοτάδι. Κατά τα χαράματα οι Γερμανοί του Gnass φτάνουν στο ύψωμα, που πάνω του αρχίζουν τα σπίτια του Μάζι. Εκεί φυλάνε σκοποί του ΕΛΑΣ. Οι «Έλληνες» οδηγοί των Γερμανών αρχίζουν να τραγουδούν αντάρτικα τραγούδια για να τους ξεγελάσουν, πράγμα που κατορθώνουν. Οι Ελασίτες πιστεύουν πως έχουν να κάνουν με δικούς τους -χτες άλλωστε είχαν φτάσει στο χωριό- και δεν μπορούν μέσα στο μισοσκόταδο να ξεχωρίσουν τις στολές. Όταν καταλαβαίνουν είναι αργά. Ίσα που προλαβαίνει να πέσει ένας πυροβολισμός, που στην περίπτωση αυτή ήταν αρκετός.
Την τελευταία στιγμή!
Με τον πυροβολισμό το χωριό -στο οποίο βρίσκονται και πολλοί φυγάδες από τα Μαζέικα- ξυπνά έντρομο. Όλοι τρέχουν από δω κι από κει να σωθούν κι οι περισσότεροι κατευθύνονται στο δάσος. Ταυτόχρονα ξεσηκώνεται κι η φρουρά της βίλας Μπράουυ, που βρίσκεται σε μεγάλη ανηφόρα, κάπως μακριά από το χωριό (διακρίνεται δύσκολα από εκεί). Ξυπνούν βιαστικά τους αιχμαλώτους και τους οδηγούν στο δάσος. Προχωρούν ξάγναντα μες τον κάμπο των Σουδευών, με πορεία προς την κορυφή του Χελμού. Κατά την πορεία οι αιχμάλωτοι, που καταλαβαίνουν πως κινδυνεύουν άμεσα, κάνουν απόπειρα να δραπετεύσουν. Δύο τα καταφέρνουν, τους υπόλοιπους τους πιάνουν και τους δένουν με τριχιά για να αποφευχτεί νέα απόπειρα. Έπειτα συνεχίζουν. Οι δύο δραπέτες Γερμανοί χωρίζουν. Ο ένας, ο Ντόνερ, θα κατέβει προς την Καστριά και θα συναντηθεί με το τμήμα του Gnass, που κατευθυνόταν και πάλι προς τα Μαζέικα. Ο άλλος, χωρίς να ξέρει το μέρος, προχωρεί προς τα Σουδενά. Εκεί εντοπίζεται από τους κατοίκους, που δεν ξέρουν τι να κάνουν. Από τη δύσκολη θέση τους βγάζει ο επικεφαλής της αγγλικής αποστολής, που ακολούθησε τον ίδιο δρόμο και βρέθηκε στα Σουδενά. Αυτός δίνει την εντολή τουφεκισμού του αιχμαλώτου, που πραγματοποιείται από έναν παρατυχόντα αντάρτη. Στο μεταξύ ο Ντόνερ -που ξανάσμιξε με τους δικούς του- ξέρει ότι οι αιχμάλωτοι ζούσαν. Η κατεύθυνση που δίνει στον Gnass για την πορεία τους, δείχνει ότι οι αντάρτες τους οδηγούν, προς τα Κλουκινοχώρια. Ειδοποιείται το εκεί γερμανικό τμήμα να τους περιμένει. Και πραγματικά, το βραδάκι, ξεκινούν οι Γερμανοί από τα Κλουκινοχώρια να τους συναντήσουν.
Οι αιχμάλωτοι εκτελούνται
Το βράδυ της 8 Δεκεμβρίου 1943 έγινε η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων. Ήταν μια πράξη οδυνηρή για τους εγκλωβισμένους αντάρτες, που δεν μπορούσαν πια να μετακινηθούν μαζί με τους Γερμανούς. Δεν ήταν, ακόμα, εύκολο να τους απελευθερώσουν, όχι μόνο γιατί ήταν εχθροί, αλλά κυρίως για να μην προδοθεί η θέση τους. Πάντως -κι αυτό είναι το σημαντικό- η εκτέλεση δεν αποτέλεσε και την αιτία της σφαγής των Καλαβρύτων. Όταν, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε στους Γερμανούς, αυτοί είχαν πλήρως καταστρώσει το σχέδιο εξόντωσης των Καλαβρύτων.
Ερείπια, από τα κατεστραμμένα Καλάβρυτα.
Η εκτέλεση έγινε μέσα στην ταραχή των γεγονότων που ξετυλίχτηκαν εκείνη την ημέρα. Σχετικά μ’ αυτήν, σημειώνουμε: Οι αιχμάλωτοι Γερμανοί στήθηκαν πάνω σ’ ένα βράχο. Όταν άρχισε ο πολυβολισμός, οι σφαίρες χτύπησαν τους πρώτους και αυτοί παρέσυραν τους πίσω τους που γενικά δεν είχαν χτυπηθεί. Έτσι, κατά την πτώση από το βράχο, πολλοί Γερμανοί ήταν εντελώς σώοι. Μερικοί μάλιστα λύθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν, ενώ οι αντάρτες, μέσα στη νύχτα, έτρεχαν να τους προλάβουν. Ακολούθησαν συμπλοκές σώμα με σώμα, κατά τις οποίες ορισμένοι Γερμανοί σκοτώθηκαν με μαχαίρι (πράγμα που έδωσε τροφή στο μύθο ότι η εκτέλεση έγινε με μαχαίρια και μάλιστα μετά από βασανιστήρια). Τρεις, τέλος, κατόρθωσαν να διαφύγουν μέσα στο σκοτάδι και κρύφτηκαν μέσα στο δάσος.
Ο απαγχονισμένος Καλαβρυτινός πατριώτης Ντίνος Παυλόπουλος θρηνείται από τους συγγενείς του
Αφού προχώρησαν αρκετά, άρχισαν να φωνάζουν, πιστεύοντας ότι εκεί κοντά βρίσκονται δικά τους αποσπάσματα. Είχαν κάνει λάθος. Τους άκουσαν οι χωριάτες (που κι αυτοί είχαν καταφύγει στο δάσος για να σωθούν) και τους σκότωσαν.
Ο Gnass επιδίωκε την εκτέλεση
Με βάση το ημερολόγιο που κρατούσε η 117 γερμανική Μεραρχία Κυνηγών, ο Gnass μετακινείται στις 9 Δεκεμβρίου προς τα Τριπόταμα, με σκοπό ν’ αποκλείσει τη διαφυγή της ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ. Δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την τύχη των αιχμαλώτων, για τους οποίους δεν ξέρει βέβαια ότι εκτελέστηκαν, αλλά είναι εύκολο πια να το καταλάβει. Σχετικές ασαφείς πληροφορίες έχει πάρει άλλωστε και από τους πράκτορές του στα Μαζέικα (που οπωσδήποτε δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν λεπτομέρειες, κυρίως για τον τόπο όπου συντελέστηκαν τα γεγονότα). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Gnass μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι η φρουρά των αιχμαλώτων θα προχωρούσε και στην εκτέλεσή τους, τη στιγμή που κινδύνευε η ίδια. Και έκανε τις επιχειρήσεις της 8ης Δεκεμβρίου, γνωρίζοντας ότι οι συμπατριώτες του καταδικάζονται έτσι σε σίγουρο θάνατο. Τι άλλο μπορεί να συμπεράνει κανείς, από το ότι επεδίωκε αυτές τις εξελίξεις, ακριβώς για να καλύψει μελλοντικά την ήδη προγραμματισμένη σφαγή των Καλαβρύτων; έτσι, χωρίς να έχει ακριβή γνώση των γεγονότων, στις 9 Δεκεμβρίου εκδίδει προκήρυξη ότι οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν, πράγμα που ανοίγει το δρόμο για την τελική φάση του δράματος.
«Την προδοσία πολλοί αγάπησαν…»
Για να ολοκληρώσουμε το θέμα των αιχμαλώτων, αναφέρουμε ότι αρκετές μέρες μετά την εκτέλεσή τους, δεν ήταν γνωστό που βρίσκονται τα πτώματά τους. Στις 16 Δεκεμβρίου (3 μέρες μετά τη σφαγή των Καλαβρύτων), οι άνθρωποι του Καρκούλια από τα Μαζέικα, βλέπουν μακριά, στη θέση Μάγειρος, δεκάδες κοράκια. Ήταν φυσικό ότι υποδήλωναν και την τοποθεσία της εκτέλεσης. Ειδοποιούν αμέσως τον Gnass (που βρισκόταν στη Βλαχέρνα) κι αυτός φτάνει την ίδια μέρα στα Μαζέικα. Οι γερμανόφιλοι τον υποδέχονται και ετοιμάζουν μια ομάδα, για να οδηγήσουν τους καταχτητές στον Μάγειρο. Η ομάδα ξεκινά και στο δρόμο προς το Μάζι παίρνει μαζί της το μυλωνά Δημήτρη Κώτσιο (όλα τα παιδιά του ήταν αντάρτες) που είχε την ατυχία να βρεθεί στο δρόμο της. Φτάνουν στο Μάγειρο, όπου πραγματικά βρίσκουν τα πτώματα των εκτελεσμένων Γερμανών. Τα βάζουν σε σακιά και τα τραβούν μέχρι τα Μαζέικα, απ’ όπου θα μεταφερθούν στην Τρίπολη για να ταφούν. Μετά τη λήξη της αποστολής, ο Gnass παίρνει τους δοσίλογους και κατευθύνεται και πάλι στην τοποθεσία Μάγειρος. Ήθελε -λέει- να κάνει αναπαράσταση της εκτέλεσης των συμπατριωτών του. Εκεί, τους ανεβάζει στο βράχο κι όταν αυτοί καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γίνει, είναι αργά. Ακούγεται το κροτάλισμα του πολυβόλου. Πέφτουν όλοι νεκροί, εκτός από τον Δημήτρη Κώτσιο, το μοναδικό μη δοσίλογο από την ομάδα. Αυτός πηδά, πριν ακουστεί το πολυβόλο πίσω από το βράχο κι ώσπου να τρέξουν οι Γερμανοί, χάνεται μέσα στο δάσος.
Καταστρέφονται η Κερπινή και οι Ρογοί
Στις 8 Δεκεμβρίου οι γερμανικές δυνάμεις που έρχονται από την Πάτρα και το Αίγιο, φτάνουν κάπου 10 χιλιόμετρα έξω από τα Καλάβρυτα και σταματούν εκεί. Μέσα στην κωμόπολη επικρατεί σύγχιση. Κυκλοφορούν έντονες φήμες για την επικείμενη σφαγή και πολλοί κάτοικοι σκέφτονται να διαφύγουν (όπως τους έχουν συμβουλεύσει οι αντάρτες, αλλά και ο μητροπολίτης Θεόκλητος). Οι άνθρωποι του δοσιλογικού κλιμακίου από την Πάτρα -που βρίσκονται στα Καλάβρυτα- κάνουν ότι μπορούν να πείσουν τους κατοίκους ότι δε διατρέχουν κίνδυνο και τελικά φαίνεται να το κατορθώνουν. Κι όχι μόνο αυτό. Πολλοί Καλαβρυτινοί, πιστεύοντας ότι έτσι θα σωθούν, ζητούν την άμεση απομάκρυνση των ανταρτών από την επαρχία!
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 11 ΠΟΥ ΔΙΑΣΩΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ 1.000 ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΩΝ, ΣΤΙΣ 13-12-1943
«… Θά μάς σκοτώσουν; Πρωί-πρωί άρχισαν νά χτυπάνε οί καμπάνες. Μαζευτήκαμε όλοι στό σχολείο. Τίς γυναίκες τίς έβαζαν στην αίθουσα κι’ έμάς τούς άντρες, άπό 14 χρόνων κ΄ έπάνω, έξω από μεγάλο προαύλιο. Έκεί, μέχρι νά μαζευτούν όλοι, μείναμε ώς τίς 9. Κατά τίς 9 καί 10′ μάς διέταξαν νά ξεκινήσουμε. Κανείς δέν ήξερε πού μάς πήγαιναν. ‘Ο ένας ρωτούσε τόν άλλον. Πού θά μάς πάν; Θά μάς σκοτώσουν; ΄Ω, Θεέ μου! Μπροστά πήγαιναν οί διανοούμενοι, οί παπάδες, οί γιατροί, οί δικηγόροι, οί καθηγητές καί οί άξιωματικοί. Τό βήμα μας ήταν άτονο καί κουρασμένο. Μάς έβαλαν στό δρόμο τού νεκροταφείου. ’Αρχίσαμε όλοι νά βλέπουμε μπροστά μας τό θάνατο. ΄Εκεί μάς είπανε νά σταματήσουμε. Σέ άπόσταση 40 μέτρων άπό μάς έστησαν καμμιά δεκαριά πολυβόλα. Σέ κάθε πολυβόλο ήτανε δύο στρατιώτες.
– Κάτσετε, μάς είπαν.
΄Αλλοι έκατσαν καί άλλοι έμειναν όρθιοι, κουβεντιάζοντες καί καπνίζοντες. Προσπαθούσαμε νά μαντέψουμε τό μεγάλο αίνιγμα πού είχε όρθωθή σάν διάβολος μπροστά μας. Οί Γερμανοί σουλάτσερναν γύρω μας, ένώ πιό πάνω μερικοί άλλοι κράταγαν καραούλι. Φοβόντουσαν φαίνεται τούς άντάρτες. ΄Ισως κιόλας νά τούς περίμεναν, γιατί συχνά ό ύπαξιωματικός έβανε τά κιάλια καί έρεύναγε γύρω τόν τόπο. ΄Ετσι έκεί καθήσαμε περίπου τρείς ώρες. Ξαφνικά, διαδόθηκε άνάμεσα σέ όλους, ότι οί Γερμανοί είπαν, ότι δέν θά μάς σκοτώσουν, παρά μάς έφεραν έδώ γιά νά δούμε γιά τελευταία φορά τά Καλάβρυτα, πού θά τάκαιγαν. Μετά θά φεύγαμε. Μά κανένας δέν τό πίστεψε αυτό, γιατί είχαμε καταλάβει τό τέλος μας. Στίς ένδεκα καί μισή ήρθε ένας άλλος Γερμανός άξιωματικός μέ έξη στρατιώτες. ΄Εφερε ένα χαρτί καί τό έδωσε στόν άναθεματισμένο πυράρχη, πού κρατούσε στά χέρια του μιά ρόκα καί μάς κυττούσε μέ περιφρόνησι. Ήταν κοντός. Μιάς πιθαμής άνθρωπος. ΄Εκείνος τό διάβασε καί μετά είπε στόν άξιωματικό νά πάη πιό κάτω μέ τούς στρατιώτες του. ΄Η άγωνία μας κορυφώθηκε σάν είδαμε έκείνο τό χαρτί. Τί νά λέη τάχα; ρωτούσαν όλοι. ’Ανάμεσα δμως σ’ αυτές τίς ώρες, είχανε πάρει φωτιά τά Καλάβρυτα. Τότε άκούσαμε φωνές. Νομίσαμε πώς σκότωναν τά παιδιά καί τίς γυναίκες. Δέν μπορώ νά σάς πώ τί αίσθανθήκαμε έκείνη τή στιγμή. Στίς 12 άκούσαμε τό μεγάλο ρολόι νά μετρά τίς ώρες. Συμβολική στιγμή. Ζήσαμε όμως άκόμη λίγο. ΄Ισως μισή ώρα… Δέν μπορώ νά τό καθορίσω. Πάντως έπειτα άπό λίγο φάνηκαν μερικές φωτοβολίδες. Οί διανοούμενοι άρχισαν νά μιλάνε. Καθένας έλεγε κι’ άπό δυό ζουμερά λόγια. Καί μετά ό καθηγητής Άθανασιάδης βγήκε μπροστά κι΄ άρχισε νά βρίζει γαλλικά τόν Τέννερ καί τούς Γερμανούς. Ό Τέννερ τότε κάτι τραύλισε καί κούνισε τό χέρι του. Λάλησαν άμέσως τά πολυβόλα. ΄Αλλοι σκοτώθηκαν μέ τίς πρώτες ριπές κι΄ άλλοι έπεσαν κάτω, πληγωμένοι. Τότε ήρθαν πιό κοντά μας οί Γερμανοί καί άρχισαν στόν καθένα νά δίνουν τήν χαριστική βολή. ’Εγώ τήν γλύτωσα γιατί στάθηκα τυχερός. Σέ λίγο ξαγνάντησαν οί πρώτες γυναίκες, πού έρχονταν άλαλιασμένες πρός έμάς. Είχα γλυτώσει». Στο μεταξύ οι Γερμανοί καταστρέφουν τα χωριά Κερπινή και Ρογοί και σκοτώνουν πάνω από 100 χωρικούς. Τα Καλάβρυτα είναι όμως ξεκομένα. Κανείς δε μαθαίνει εκεί τι συνέβη. Ο εφησυχασμός συνεχίζεται… Στις 9 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί μπαίνουν στα Καλάβρυτα. Την ίδια μέρα προσγειώνεται εκεί ελικόπτερο, που παραλαμβάνει κάποιο Καλαβρυτινό, πράκτορά τους. Τον μεταφέρει στην Αθήνα για συνεννοήσεις με το γερμανικό επιτελείο και τον ξαναφέρνει το βράδυ. Όσο οι ώρες περνούν οι κάτοικοι δείχνουν όλο και πιο ανήσυχοι, αλλά οι Γερμανοί τους βεβαιώνουν ότι δε διατρέχουν κίνδυνο.
Το χωράφι του Καππή, όπου συντελέστηκε το απαίσιο χιτλερικό έγκλημα | Η φωτογραφία πάρθηκε λίγο μετά την Απελευθέρωση
Τους λένε μάλιστα να ειδοποιήσουν κι αυτούς που είχαν φύγει να επιστρέφουν (φοβόντουσαν ότι δε θα συμπλήρωναν τον απαιτούμενο αριθμό υποψήφιων θυμάτων). Μαζί με τους Γερμανούς διατρέχουν την κωμόπολη και οι ντόπιοι δοσίλογοι, που σκορπίζουν κι αυτοί υποσχέσεις. Ο κόσμος κάμπεται. Τους πιστεύει. Επιστρέφουν μάλιστα και πολλοί φυγάδες, ορισμένοι από τους οποίους είχαν και παιδιά στο αντάρτικο. Η θανάσιμη παγίδα είχε στηθεί καλά…
Το αποτρόπαιο έγκλημα
Τα Καλάβρυτα είναι πια αποκλεισμένα από παντού. Στις 11 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί έχουν καταστρέψει 9 χωριά, ενώ οι εκτελεσμένοι έχουν φτάσει -με βάση το ημερολόγιο της 117 γερμανικής μεραρχίας- τους 147. Στις 12 Δεκεμβρίου, στο ίδιο ημερολόγιο καταγράφεται η αποτυχία του εγκλωβισμού των ανταρτών. Μαρτυρία της Βασιλικής Κυριακοπούλου, Καλαβρυτινής, για τη σφαγή της 13/12/1943 (από το βιβλίο «Ο Μωριάς στα όπλα») «Μάς έκλεισαν στό Σχολείο. “Οταν άνοιξε ή πόρτα, ώρμησα μαζί με τά παιδιά μου πρός τό σπίτι μας, πουναι ατό ύψωμα τής ΄Αγίας Βαρβάρας. Σάν έφτασα, είχε λαμπαδιάσει γιά καλά. Ρίχνω μιά ματιά γύρω καί τό μάτι μου πέφτει ατό χωράφι τοΰ Καππή. Κοκκίνιζε ό τόπος γύρω του. Αφήνω τά παιδιά μου με την μεγαλύτερη κόρη μου, τήν Τασία μου, καί τρέχω. Τρέχω όσο μπορώ πρός τό χωράφι τού Καππή. Σάν έφτασα, είδα πράγματα πού δέν περιγράφονται. Κορμιά κατατρυπημένα άπό σφαίρες, σπασμένα κεφάλια, βογγητά πληγωμένων, ούρλιαχτά, μουγκρίσματα, κατάρες. Όλες οί Καλαβρυτινές έψαχναν νά βρούν τ’ άγαπημένα τους πρόσωπα. Περνούσα μέσα άπό αίμα. Έψαξα πολύ καί βρήκα τόν άνθρωπό μου. Τόν σήκωσα, τόν έβαλα στην πλάτη μου καί μοιρολογώντας τόν κατέβασα στό νεκροταφείο. ΄Εσκαψα μέ τά νύχια μου καί τόν έθαψα. Τό θέαμα στό νεκροταφείο ήταν άνατριχιαστικό. ΄Εβλεπε κανείς στούς κορμούς των κυπαρισσιών στοιβαγμένα πτώματα. Σωριασμένες οίκογένειες. Οί Καλαβρυτινοί ήρωες θάβονταν χωρίς παπά καί τρισάγιο. Χωρίς λιβάνι καί κερί… Τήν νύχτα τά σκυλιά άρχισαν νά ούρλιάζουν. Ό παγωμένος άέρας άπλωνε τήν μυρωδιά τού θανάτου παντού. ΄Ακουγες τίς γυναίκες νά τριγυρίζουν σάν βρυκόλακες στούς δρόμους καί νά ούρλιάζουν. Κώσταααα… Νίκο… Μανώληηη… άλα τά όνόματα τού χωριού. Πιό πάνω ό Παναγής ό Σαρανταυγάς είχε στήσει μοιρολόγι πού συνέχισε όλη τήν νύχτα… Τήν άλλη μέρα πήγα καί στό νεκροταφείο. Τόν ξέθαψα, τόν έστησα σ’ ένα κυπαρίσσι καί άρχισα νά τόν μοιρολογώ. Μούχε σαλέψει. Τό βράδυ πάλι τόν ξανάθαψα. Τό ίδιο καί τήν άλλη μέρα. Μιλούσα μαζί του, δέν πίστευα, ότι είχε φύγει… Μά άπάντηση δέν έπαιρνα. Τού έβγαλα τό κατατρυπημένο άπό τίς σφαίρες παλτό καί τά παπούτσια, λέγοντάς του:
—’Εκεί πού πάς δέν σού χρειάζονται ρούχα καί παπούτσια. Συχώραμε. ΄Εχω μεγάλο δρόμο νά κάνω.
Τόν έθαψα γιά πάντα. Ήταν 40 έτών, καλάγαθος, εύγενής, χαρούμενος, φιλόξενος καί σ’ άλους άγαπητός. ΄Αλλά ό Θεός τόν ήθελε κοντά του». Στις 13 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί προχωρούν στο τρομερό έγκλημα, που είχαν σχεδιάσει μετά τη συντριπτική στρατιωτική ήττα τους από τον ΕΛΑΣ, στη μάχη της Κερπινής. Καταστρέφουν τα Καλάβρυτα και σφάζουν όλο τον ανδρικό πληθυσμό τους. Δε θα αναφερθούμε εδώ στις τραγικές λεπτομέρειες εκείνης της μαύρης μέρας, που κηλιδώνει τον πολιτισμό και δίνει ανάγλυφη όλη την ουσία της κτηνωδίας που οι χιτλερικοί επιχείρησαν να αναγάγουν σε «νέα τάξη πραγμάτων» στον κόσμο. Γία το σκοπό αυτό δίνουμε άλλωστε -στο παράρτημα- αυθεντική μαρτυρία αυτοπτών μαρτύρων. Εδώ σημειώνουμε απλώς ότι οι Γερμανοί εκτέλεσαν, μαζί με τους κατοίκους των Καλαβρύτων και όλους τους προδότες «Έλληνες», που τους είχαν βοηθήσει αποφασιστικά να ολοκληρώσουν το αποτρόπαιο έργο τους. Εκτελούν ακόμα και τον άνθρωπό τους, που λίγες μέρες πιο πριν είχε μεταφερθεί με ελικόπτερο στην Αθήνα για συνεννοήσεις με την ανώτατη διοίκηση κατοχής. Ήταν το τίμημα για τις «υπηρεσίες» τους…
Συστηματική πλαστογράφηση των γεγονότων
Στις 13 Δεκεμβρίου, το ημερολόγιο της 117 γερμανικής μεραρχίας αναφέρει επί λέξει: «Στά πλαίσια έκτέλεσης άντιποίνων, τά Καλάβρυτα κσταστράφηκαν έντελώς. Ακόμα, τρεις συνεχόμενες περιοχές πυρπολήθηκαν καί σκοτώθηκαν 511 άρρενες. Τά πτώματα των δολοφονημένων στρατιωτών του 5ου τάγματος, τού 749 συντάγματος Κυνηγών άποσύρθηκαν άπό τό Μάζι». Τα παραπάνω είναι πλαστά, επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό (εκτέλεση Γερμανών= γερμανικά αντίποινα) και γράφτηκαν εκ των υστέρων. Τα πτώματα των Γερμανών μεταφέρθηκαν όχι στις 13 (δεν είχαν βρεθεί ακόμα) αλλά στις 17 Δεκεμβρίου. Αυτό φαίνεται άλλωστε ξεκάθαρα από το ίδιο το ημερολόγιο της 117, μεραρχίας, που αναφέρει το γεγονός σε άλλο σημείο του. Αυτοί που έσφαξαν τα Καλάβρυτα στις 13 Δεκεμβρίου, δεν είχαν καμιά επιβεβαιωμένη πληροφορία ότι οι αιχμάλωτοι συμπατριώτες τους είχαν εκτελεστεί. Ο Gnass -όπως είπαμε- φεύγοντας από τα Μαζέικα στις 9 Δεκεμβρίου και κατευθυνόμενος προς τα Τριπόταμα, υπολόγιζε ότι οι αντάρτες δεν μπορεί παρά να τους εκτελέσουν (πράγμα που ίσως επιδίωκε). Παρ’ όλα αυτά δεν γνώριζε αν η εκτέλεση αυτή είχε ήδη γίνει. Άλλωστε οι δυνάμεις του Gnass, στη συνέχεια, κατευθύνονται προς την ορεινή Κορινθία (περιοχή Φενεού) για να καταδιώξουν μια ομάδα ανταρτών, ενώ ο ίδιος ο Gnass, στις 12 Δεκεμβρίου, βρίσκεται στη Βλαχέρνα.
Τέσσερις από τους 11 διασωθέντες της σφαγής | Δέχτηκαν την ομοβροντία των πολυβόλων και τη χαριστική βολή κι όμως έζησαν, για να διηγηθούν την τραγωδία εκείνων των στιγμών | Ποζάρουν κάτω από το ρολόι της εκκλησίας που σταμάτησε να λειτουργεί τη στιγμή της εκτέλεσης και δεν επιδιορθώθηκε ποτέ…
Όλα αυτά δε δείχνουν τίποτα άλλο, παρά ότι η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων, που έγινε επίσημα γνωστή στις 16 Δεκεμβρίου, αποτέλεσε ένα «άλοθι» των Γερμανών, για να δικαιολογήσουν τη βάρβαρη πράξη τους στα Καλάβρυτα…
Αντί επιλόγου
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στα παρακάτω συμπεράσματα:
— Η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ είναι γεγονός, αλλά δεν αποτελεί την αιτία της σφαγής των Καλαβρύτων. Κι είναι θλιβερό ότι μετά τον πόλεμο βρέθηκαν Έλληνες που συνηγόρησαν στα επιχειρήματα των δημίων του Ελληνικού λαού και δικιολόγησαν, έτσι, το έγκλημά τους.
— Η σφαγή των Καλαβρύτων είχε αποφασιστεί πολύ πριν ξεκινήσουν οι Γερμανοί τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους στην κεντρική Πελοπόννησο, (επιχειρήσεις που αποφασίστηκαν μετά την πανωλεθρία τους στη μάχη της Κερπινής). Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι μαρτυρίες του Θεόκλητου, στον οποίο ο Hellmuth Felmy είχε μιλήσει για σφαγή των Καλαβρύτων από το Νοέμβριο.
— Οι Γερμανοί προκάλεσαν την εκτέλεση των συμπατριωτών τους, τορπιλίζοντας τις διαπραγματεύσεις ανταλλαγής τους, και καταδιώκοντας χωρίς προφυλάξεις και προσχήματα το απόσπασμα του ΕΛΑΣ που τους κρατούσε. Είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι επιθυμούσαν την εκτέλεση αυτή και την επεδίωκαν, ακριβώς για να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα που είχαν βάλει στα σκαριά.
Σήμερα, 40 χρόνια από τα τραγικά εκείνα γεγονότα, καιρός είναι να λάμψει η αλήθεια και να πάψουν οι ποικιλώνυμοι εχθροί της Εθνικής Αντίστασης να ρίχνουν σ’ αυτήν ευθύνες για τη ναζιστική κτηνωδία στα Καλάβρυτα.

Τότε…
Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία
Τεύχος Νο 6
Δεκέμβρης 1983

from ανεμουριον https://ift.tt/33sbD7v
via IFTTT

Πηγή: www.kaliterilamia.gr