Όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας την τελευταία περίοδο, με μεγάλη συχνότητα και πρωτόγνωρη ένταση, δείχνουν μια χώρα με θεσμούς ανοχύρωτους και ένα πολιτικό κατεστημένο ανίκανο να αντιδράσει ουσιαστικά. Και η κοινωνία ζαλισμένη από τα απανωτά χτυπήματα και τον πόνο των πληγών της, μεταβολίζει αμήχανη και αδύναμη τα τεκταινόμενα.

Προβληματισμένοι άνθρωποι. Απροστάτευτοι μπροστά στις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών φαινομένων, με ένα μεγάλο «γιατί» για την τραγωδία των Τεμπών, έκπληκτοι που ελληνικές παραδόσεις ανθρωπιάς υπερκαλύπτονται από την τόση βία στην κοινωνία, που ανυπεράσπιστοι άνθρωποι από την αυθαιρεσία της εξουσίας αφήνονται στην αφιλόξενη θάλασσα, σαστισμένοι με το μπούλινκγ στις τάξεις των ανηλίκων, την οπαδική βία αντί της ευγενούς άμιλλας στον αθλητισμό, την ενδοοικογενειακή βία και τις γυναικοκτονίες.

Ένα κλίμα αγριότητας που επιτείνεται από την κατάσταση που επικρατεί παντού στη ζωή μας, με την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας και παιδείας, τη στυγνή εκμετάλλευση από λίγους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, με τα καρτέλ της ενέργειας και των σούπερ μάρκετ, την κερδοσκοπική αγριότητα των funds απέναντι σε αυτόν που χάνει ακόμη και την πρώτη του κατοικία, τις δολοφονικές μαφίες που επιδεινώνουν την αίσθηση ανασφάλειας σε όλους τους τομείς και βέβαια, με τον συστηματικό αφελληνισμό της οικονομίας μας.

Σε αυτά, έρχεται να προστεθεί η έλλειψη δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών. Θεσμών που θα διασφάλιζαν τον καθημερινό έλεγχο των αποφάσεων της εξουσίας, όπως και το δικαίωμα λόγου για κάθε πολίτη, κοινωνικό φορέα, τοπική κοινωνία, για όσα αφορούν τη χώρα, τους πολίτες και τον σχεδιασμό του μέλλοντός τους.

Όλα μα όλα, εντείνουν τον προβληματισμό όλο και περισσότερων συμπολιτών μας, ακόμη και πολλών ψηφοφόρων της σημερινής κυβέρνησης, τόσο για τις αιτίες που διαμορφώνουν αυτήν την πραγματικότητα όσο και για το πώς θα μπορούσαμε ως κοινωνία, ως χώρα, να υπερβούμε το εντεινόμενο αδιέξοδο.

Και όλα δείχνουν, πως έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι η υπέρτατη αξία είναι η εξουσία και η σχέση του καθενός με αυτήν. Όχι ο σεβασμός στον πολίτη, όχι η αξιοπρέπειά του, όχι το δικαίωμά του να ακουστεί ισότιμα, όχι η αίσθηση της πραγματικής σιγουριάς από τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του σε μια πολιτεία αξιών.

Οι πολίτες βιώνουν μια σκληρή πραγματικότητα, αντί για τη θαλπωρή ενός ανθρώπινου κοινωνικού κράτους, τη φροντίδα ενός αποτελεσματικού κέντρου υγείας, ενός αξιοπρεπούς γηροκομείου, ενός σχολείου που περιβάλλει με αγάπη τον μαθητή και μεριμνά για τη διαμόρφωσή του ως ολοκληρωμένου δημοκρατικά πολίτη, ενός περιβάλλοντος καθαρού και προστατευόμενου, ακόμη και ενός πεζοδρομίου καλοφτιαγμένου και ασφαλούς, που να προσφέρει τη χαρά της ελεύθερης κίνησης στη μάνα και το παιδί, στον ηλικιωμένο, στους συμπολίτες μας με ειδικές ανάγκες.

Όλα φανερώνουν την απαξίωση και τον ευτελισμό των πάντων και πρωτίστως, κάθε δημοκρατικής αξίας πάνω στην οποία θα πρέπει να οικοδομείται μια ανθρωποκεντρική πολιτεία. Μια πολιτεία, που πρώτιστο έργο της είναι να εμπεδώνει το σεβασμό και την αξιοπρέπεια για όλους, για κάθε πολίτη και ισότιμα.

Βλέποντας τις εικόνες των πρόσφατων καταστροφών, οι σκέψεις μου με οδήγησαν σχεδόν μια δεκαετία πίσω.

Σε μια τραγική ιστορία και στους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε γωνιά του κόσμου και απαιτούν δημοκρατική αφύπνιση.

Το 2014 ο στρατός του Ιράκ υπέστη συντριπτική ήττα από τους μαχητές του «Ισλαμικού Κράτους», από το λεγόμενο ISIS. Καταλαμβάνουν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ, τη Μοσούλη και γρήγορα επεκτείνονται στις γύρω περιοχές.

Η αδυναμία του Ιρακινού στρατού, ο οποίος ετράπη σε φυγή υπό τον τότε Πρωθυπουργό Μαλίκι, εξέπληξε πολλούς. Ιδιαίτερα, γιατί ο στρατός αυτός διέθετε πολύ ισχυρό εξοπλισμό, βαριά οπλικά συστήματα, πολεμοφόδια, τανκς, όλα στο πλαίσιο μιας βοήθειας που εδόθη αφειδώς από ξένες δυνάμεις και ειδικότερα, από τις ΗΠΑ.

Παράλληλα, είχε επιπλέον στήριξη από τις ίδιες δυνάμεις, για τη συστηματική εκπαίδευση του προσωπικού, τη λογιστική και πληροφοριακή υποστήριξη, τα σύγχρονα δίκτυα επικοινωνιών, συγκοινωνιών και συντήρησης.

Προσθέτως, διέθετε οικονομική βοήθεια, η οποία μάλιστα, επεκτεινόταν στη διασφάλιση σεβαστών μισθών για το στρατό και τους αξιωματικούς.

Διεθνείς αναλυτές άρχισαν άμεσα να ψάχνουν τα αίτια αυτής της αναπάντεχης ήττας που κατέληξε στη δημιουργία του «Ισλαμικού Κράτους», στα σπλάχνα της Μέσης Ανατολής.

Δεν θα μπω στα αίτια του εμφύλιου, αδελφοκτόνου και θρησκευτικού πολέμου που εξελίχθηκε και πήρε διαστάσεις μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Θα μείνω στις αδυναμίες του Ιρακινού στρατού.

Τι διαπίστωσαν οι αναλυτές;

Πρώτον, η επιλογή αξιωματικών της στρατιωτικής ιεραρχίας δεν γινόταν με αξιοκρατικά κριτήρια αλλά με κριτήρια κομματικής ταυτότητας και προσήλωσης στον τότε συγκεντρωτικό Πρωθυπουργό, Νουρί αλ Μαλίκι και στο κόμμα του. Πολύ απλά, τη στρατιωτική ιεραρχία δεν στελέχωναν οι ικανοί αλλά οι κολλητοί. Άσχετοι, ανίκανοι, αλλά «δικοί μας». Ακόμα και εάν από τύχη επιλεγόταν ένας ικανός αξιωματικός, δεν είχε στη συνέχεια το κίνητρο να υπηρετήσει το συμφέρον της πατρίδας του, γιατί το κριτήριο επιλογής και αξιολόγησης ήταν άλλο: η σχέση του με την εξουσία, το κονέ.

Δεύτερον, όσο καλή και αν ήταν η εκπαίδευση του στρατεύματος, αυτή δεν είχε καμία αξία. Το στράτευμα δεν ανταποκρινόταν στην αποστολή του, αφού η ικανότητα δεν ήταν το κριτήριο τοποθέτησης. Άχρηστος, λοιπόν, ο κόπος και των εκπαιδευτών και των εκπαιδευόμενων.

Τρίτον, λεφτά υπήρχαν. Και πολλά. Αλλά πού πήγαιναν; Καθώς η όλη κουλτούρα του νεόδμητου στρατού ήταν το βόλεμα και όχι το αξιόμαχο, τα χρήματα πήγαιναν στη διαφθορά. Πήγαιναν σε επιλογές που γέμιζαν τις τσέπες υπουργών, ολιγαρχών και αξιωματικών που διαχειρίζονταν – και διαγκωνίζονταν για -, τις προμήθειες και τις υπηρεσίες του στρατού.

Τέταρτον, συγκροτήθηκε ένας στρατός που εθιζόταν στο βόλεμα και λειτουργούσε με κριτήριο το θεαθήναι, την κομπορρημοσύνη και την εξουσιολαγνεία. Στην πράξη, εξουσιολαγνεία σήμαινε υποταγή στον εξουσιαστή και καταπάτηση της αξιοπρέπειας κάθε αδύναμου. Στην περίπτωση του στρατού, της αξιοπρέπειας του υφιστάμενου και του απλού στρατιώτη. Η αλαζονική συμπεριφορά και η υπεροψία, συγκάλυπταν την έλλειψη ουσιαστικού πατριωτικού φρονήματος.

Το ερώτημα προέκυπτε αυτονόητα.

Με αυτά τα δεδομένα, ποιος θα πήγαινε στη μάχη; Ποιος θα θυσιαζόταν ως πραγματικός πατριώτης; Ποιος θα έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά; Οι «μάγκες» έμεναν στα μετόπισθεν και οι «ηλίθιοι» στο μέτωπο.

Να τα βασικά αίτια της ήττας!

Και η υπεροψία που επικρατούσε στο στράτευμα, διαχεόταν στην κοινωνία. Πώς θα ενέπνεε ένα κράτος που λειτουργούσε με τις ίδιες αντιλήψεις και πρακτικές με αυτές του στρατεύματος, στον πολίτη του Ιράκ τον πατριωτισμό που θα τον προέτρεπε να αγωνιστεί καθημερινά για την πατρίδα του, πώς θα τον έκανε να εμπιστευθεί τους θεσμούς, αφού όλοι οι πολίτες είχαν αντιληφθεί το φαγοπότι, τη διαφθορά, τον πελατειασμό, που τελικά, δεν αφορούσε μόνο τον στρατό;

Η κατάσταση που επικρατούσε ήταν αποτέλεσμα μιας γενικότερης πελατειακής αντίληψης που δέσποζε σε όλες τις σχέσεις κράτους – πολίτη. Και βέβαια, στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν οι θεσμοί, σχεδιάζονταν τα δημόσια έργα και κατασκευάζονταν οι υποδομές, δρόμοι, σχολεία, νοσοκομεία, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν το περιβάλλον και ο πολιτισμός.

Εμείς, εδώ, δεν ζούμε παρόμοιο πόλεμο. Κρινόμαστε όμως, ως κράτος, ως πολιτεία, ως Ελλάδα, από το πώς αντιμετωπίζουμε αυτές τις συνεχείς κρίσεις. Πώς εκπαιδευόμαστε και πώς οργανωνόμαστε για να αντιμετωπίσουμε αξιόπιστα και αποτελεσματικά τις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, όπως αυτή της κλιματικής κρίσης, δηλαδή προκλήσεις υπαρξιακού χαρακτήρα.

Τηρουμένων των αναλογιών με το παράδειγμα που Ιράκ και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών, όλα όσα σήμερα βιώνουμε, μας αναγκάζουν να αναρωτηθούμε:

Ο Ελληνισμός, μετά από 200 και πλέον χρόνια ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, τι κράτος έχει σήμερα;

Ποιες οι αρχές και οι αξίες που διέπουν τη λειτουργία της Πολιτείας; Τη σχέση του κράτους με τον πολίτη και τις ανάγκες της κοινωνίας;

Παρά τις αναλαμπές που προοδευτικές δυνάμεις έφεραν ιστορικά, για αξιοκρατία, για διαφάνεια στη διαχείριση των χρημάτων του Ελληνικού λαού, για αποκέντρωση της εξουσίας ώστε να ελέγχεται από τον λαό, για ένα κοινωνικό κράτος που στόχο έχει την σιγουριά όλων και ιδιαίτερα του πιο αδύναμου, για δημοκρατική διαβούλευση με στόχο αποτελεσματικές αποφάσεις, σήμερα κυριαρχεί ξανά ο συγκεντρωτισμός ενός δήθεν επιτελικού κράτους. Διαιωνίζεται και εμπεδώνεται ξανά η διαχρονική κουλτούρα του πελατειασμού και της εξουσιολαγνείας. Ενισχύεται ηβάρβαρη αντίληψη ότι δίκιο έχει μόνο ο ισχυρός, ο κάθε ολιγάρχης, ο «κολλητός» ή έχων την εξουσία. Από την άλλη,για τον απλό πολίτη και τη διευρυνόμενη φτωχολογιά, αντί του δικαίου καλλιεργούνται οι εξαρτήσεις με τα προσωρινά δωράκια. Από τα κάθε είδους pass, μέχρι τις προεκλογικές επιδοτήσεις. Ένας σύγχρονος ραγιαδισμός. Που με τη σειρά του, καλλιεργεί τον ωχαδελφισμό ή την οργή. Που σπαταλά πόρους του Ελληνικού λαού και υποτιμά το ανθρώπινο δυναμικό, στο κράτος, στο επιχειρείν, στην κοινωνία των πολιτών, στη διασπορά.

Η απαξίωση του Ελληνισμού, είναι το αποτέλεσμα της αντίληψης που αναγορεύει σε αξία την εξουσία και αποδέχεται ως πρακτική το κονέ, τη μπάζα, τη μαγκιά.

Ήλπισε ένα σημαντικό μέρος του Ελληνικού λαού, ότι η παράταξη που σήμερα κυβερνά, θα είχε αλλάξει. Εκσυγχρονιστεί. Απαλλαγεί από τα σύνδρομα της νεότερης πελατειακής μας ιστορίας. Ότι θα είχε μάθει από τα λάθη στη διαχείριση που η ίδια έκανε και μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, το 2009. Ότι δεν θα άφηνε να επικρατήσει ως κυρίαρχη αξία η πρόσβαση στην εξουσία και μαζί, στα λεφτά που αυτή διαχειρίζεται.

Η κατάσταση όπως διαμορφώνεται, πράγματι μοιάζει με ανυπέρβλητο αδιέξοδο, αν αναλογιστεί κανείς ότι, η κυβέρνηση διαθέτει πρόσφατη λαϊκή εντολή και η αξιωματική αντιπολίτευση μετά τη συντριπτική της ήττα στις εκλογές, παρουσιάζει εσωστρεφείς τάσεις και μάλλον δυσεπίλυτα προβλήματα.

Το ιδιότυπο αυτό δίλημμα όμως, αν κανείς ανατρέξει στην πρόσφατη ιστορία του τόπου, δεν αποτελεί μια νέα εξέλιξη για την πολιτική ζωή, ούτε και συνολικά για τον δημόσιο βίο της χώρας.

Οι κρίσεις είναι συνεχείς και οι πολίτες τις πληρώνουν κατά πολύ ακριβότερα από άλλους λαούς, στην περίπτωση που μια κρίση είναι γενικότερη, όπως η οικονομική και η υγειονομική κρίση. Μόνον η ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων έχει μεταβληθεί και θα συνεχιστεί στο μέλλον, καθιστώντας δύσκολη αλλά όχι αδύνατη την αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους. Και γι’ αυτήν την εξέλιξη ωστόσο, υπάρχουν ευθύνες, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας και από εδώ και από την ΕΕ. Ευθύνες που πρέπει να αναζητηθούν στις τάξεις εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που αντί να πράξουν τα αυτονόητα, μιλούσαν ειρωνικά για «πράσινα άλογα» και αργότερα, επί κρίσης, έκαναν τα πάντα για να συγκαλύψουν τις δικές τους ευθύνες και έταζαν εύκολες λύσεις.