Ομιλία Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων,  

κ. Κωνσταντίνου Τασούλα 

Εγκαίνια έκθεσης Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος με τίτλο  «Κωνσταντίνος Βολανάκης-Ο ζωγράφος της θάλασσας επιστρέφει στον  Πειραιά». 

Σήμερα το πρωί δέχτηκα, κατά σύμπτωση, κύριε αρχηγέ του Ναυτικού, κύριε  συνάδελφε στη Βουλή, κύριε Στεφανή πρώην υπουργέ και πρώην αρχηγέ του  Γενικού Επιτελείου Στρατού, κύριοι διατελέσαντες αρχηγοί του Γενικού  Επιτελείου Ναυτικού, κύριοι εκπρόσωποι των Ενόπλων Δυνάμεων, κύριοι  εκπρόσωποι του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, κύριοι και κυρίες χορηγοί των  πινάκων, σήμερα το πρωί, λοιπόν, δέχτηκα δέκα βουλευτάς από το αυστριακό  κοινοβούλιο, μέλη της Επιτροπής Φιλίας του αυστριακού κοινοβουλίου με την  Ελλάδα, που τους φιλοξενούμε για ένα τριήμερο εδώ, όπου έχουν επαφές με  κρατικούς και κοινοβουλευτικούς αξιωματούχους. Και ήταν καλή σύμπτωση  αυτή για να τους πω, ότι σήμερα το απόγευμα, τώρα δηλαδή, στον Πειραιά, θα  εγκαινιάσω αυτή την έκθεση του Κωνσταντίνου Βολανάκη, ο οποίος πήρε την  πρώτη μεγάλη ψυχολογική ώθηση, την πρώτη μεγάλη αναγνώριση της αξίας  του, από τον αυστριακό αυτοκράτορα, Φραγκίσκο Ιωσήφ Β’, διότι ζωγράφισε – και βραβεύτηκε παρακαλώ- τον καλύτερο πίνακα (βρίσκεται στο μουσείο τέχνης  της Βουδαπέστης αυτός ο πίνακας) για τη ναυμαχία της Λίσσας. Η Λίσσα είναι  ένα νησί στην Αδριατική θάλασσα, 120 μίλια ανατολικά της Ανκόνας. Εκεί, το  1866, ο στόλος της αυτοκρατορίας της Αυστρίας καταναυμάχησε το στόλο της  Ιταλίας. Η Ιταλία είχε ενωθεί μόλις. Ήταν ο στόλος στην πραγματικότητα της  Σαρδηνίας, της Σικελίας, της Τοσκάνης και της Νάπολης. Και είχε λεχθεί τότε,  γιατί διδάσκεται αυτή η ναυμαχία για την επιτυχία των αυστριακών, ότι “ένα  σιδερένιο κεφάλι με ξύλινα πλοία νίκησε ένα ξύλινο κεφάλι με σιδερένια πλοία”, για να δείξει την αξία της ηγεσίας, την αξία δηλαδή του Αυστριακού ναυάρχου  έναντι του Ιταλού ναυάρχου, ο οποίος έτυχε να είναι και γερουσιαστής, πολιτικός δηλαδή. Αλλά μην το πάρετε τοις μετρητοίς, αποστρατεύθηκε εν  συνεχεία και του στέρησαν και πολλά άλλα προνόμια. Αυτή τη ναυμαχία, σε  διαγωνισμό, ζωγράφισε ο Βολανάκης. Βρισκόταν τότε στη Γερμανία, πήρε το  πρώτο βραβείο και σαν αντάλλαγμα αυτής της επιβραβεύσεως, πέραν της  μεγάλης αναγνωρίσεως, είχε -κύριε Λασκαρίδη θα το ζηλεύατε αυτό- δύο χρόνια  δωρεάν ταξίδια με το αυστριακό ναυτικό στην Αδριατική. Για να μάθει όλη την  Αδριατική τότε, που ήταν μεγάλου ενδιαφέροντος για την Αυστρία.  

Φεύγουμε από αυτή τη σύμπτωση να μιλήσω σε Aυστριακούς βουλευτές για μία  αυστριακή αναγνώριση του ζωγράφου, για τον οποίο είμαστε εδώ σήμερα και  θα σας πω ότι, παρακολουθώντας το έργο και τη ζωή του Βολανάκη, αντελήφθην ότι αυτή η γενιά που εκφράζει ο Βολανάκης, η δεύτερη γενιά  ζωγράφων μετά την απελευθέρωση της χώρας -η πρώτη γενιά ήταν οι αδερφοί  Μαργαρίτη, ο Βρυζάκης, ο Τσόκος- αυτοί δηλαδή που γεννήθηκαν επί Όθωνα 

και στα τέλη του Καποδίστρια, αυτή η δεύτερη γενιά εκφράζει κάτι που έχει  σχέση με το πόσο μπροστά ήταν η Ελλάδα την εποχή εκείνη και στους θεσμούς  και στην τέχνη, αν συγκρίνεις το πως ήταν ακόμη η κοινωνία, την οποία οι θεσμοί και η τέχνη τραβούσαν προς τα μπροστά. Και τραβούσαν προς τη Δύση,  προς την Ευρώπη. Η διακήρυξις του Συντάγματος της Επιδαύρου την 1η  Ιανουαρίου του 1822 μιλάει για την επιδίωξή μας να απολαύουμε τα δικαιώματα  ιδιοκτησίας τιμής και ελευθερίας που έχουν τα γειτονικά ευρωπαϊκά κράτη. Την  1η Ιανουαρίου του 1822 στην Επίδαυρο, σχεδόν ξυπόλητοι, μιλάμε για τη  θέλησή μας να μοιάζουμε με την Ευρώπη. Λίγα χρόνια μετά, η δεύτερη γενιά  καλλιτεχνών, η δεύτερη γενιά ζωγράφων, μετά την ίδρυση, μετά το ξέσπασμα  της επαναστάσεως, αυτή η γενιά καλλιεργεί την τέχνη της, ακολουθώντας τους  μορφοπλαστικούς τύπους της Ευρώπης, της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Άρα, ακόμη και η τέχνη είναι προσανατολισμένη, εκείνη την εποχή της αισιοδοξίας  και της ελπίδας, προς την Ευρώπη. Και, ακολουθώντας αυτούς τους τύπους τους 

μορφοπλαστικούς των ευρωπαϊκών κέντρων, απομακρύνεται από τη βυζαντινή  παράδοση, βλέπει τη σύγχρονη τότε Ελλάδα και τις φιλοδοξίες της ιστορικά και  αισθητικά με νέα οπτική και αντικρίζει και επαναλαμβάνει την αρχαιότητα, όπως, όμως, τη βλέπει με δανεικά βλέμματα, με τα βλέμματα δηλαδή πάλι των  Ευρωπαίων και όχι γυρνώντας πίσω με τα δικά μας μάτια. Βλέπετε δηλαδή ότι  αυτός ο προσανατολισμός της χώρας προς τη Δύση προς την Ευρώπη έχει να  κάνει όχι μόνο με πολιτικές ή θεσμικές διεργασίες αλλά έχει να κάνει και με τα 

έγκατα της νεοελληνικής τέχνης, η οποία ήταν τότε επηρεασμένη από αυτές τις  μορφές και οι οποίες ήρθαν σε μια εποχή η οποία δεν είχε την αναγνώριση, την  κοινωνική, που έχει σήμερα η τέχνη. Σας θυμίζω ότι, αρκετά χρόνια μετά τον  θάνατό του, τον θλιβερό θάνατο του Βολανάκη, στην κηδεία του οποίου  παρέστησαν ούτε καν έξι συνάνθρωποί του, αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του,  την εποχή του 1932, το κόμμα των Φιλελευθέρων, κάνοντας έναν απολογισμό  του έργου του την τελευταία τετραετία (1928-1932), μιλάει για την τέχνη και  ακούστε τι απολογισμό έχει για την τέχνη το 1932. “Δώσαμε”, λέει, “50.000  δραχμές για ένα πρώτο βραβείο ζωγραφικής, 75.000 δραχμές για να αγοράσει το κράτος πίνακες ζωγραφικής, κάναμε εκθέσεις στο Ζάππειο, πήγαμε στη  Βενετία, στην έκθεση της Βενετίας και δώσαμε και στην Εθνική Πινακοθήκη  1.500.000 δραχμές για αγορά πινάκων του Γύζη και του Θεοτοκόπουλου”.  Αυτός ήταν ο απολογισμός για την τέχνη το 1932. Φανταστείτε την  απογοήτευση και τη μοναχικότητα και το σισύφειο αίσθημα που είχε ο  Βολανάκης και κάθε Βολανάκης εκείνη την εποχή, όταν ζωγράφισε αυτά τα  αριστουργήματα, που σήμερα μας περικυκλώνουν. Άρα και η τέχνη και οι  θεσμοί στην Ελλάδα προηγήθηκαν της κοινωνίας. Κι αν σήμερα η κοινωνία  συμβαδίζει με αυτόν τον θεσμικό και καλλιτεχνικό προσανατολισμό, οφείλεται  και σε αυτούς τους πρωτοπόρους, οι οποίοι μπορεί να αγνοήθηκαν την εποχή  τους αλλά σήμερα τυγχάνουν μεγάλης αναγνώρισης. Και γι’ αυτή την  αναγνώριση αξίζουν συγχαρητήρια στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, που  φιλοξενεί αυτή την έκθεση, πιστό στις παραδόσεις του για διαφύλαξη και  προβολή της ναυτικής μας κληρονομιάς αλλά και στο ίδρυμα Αικατερίνη  Λασκαρίδη, το οποίο προβάλλει τον πολιτισμό και τη ναυτοσύνη και την  παράδοση, σε όλες της τις εκδοχές, ώστε σήμερα να μπορούμε να πούμε 

ανακουφισμένοι ότι επετεύχθη αυτή η συμπόρευσις της κοινωνίας και με τον θεσμικό και με τον καλλιτεχνικό και με τον πνευματικό προσανατολισμό της  χώρας, που είναι κατά βάσιν ευρωπαϊκός. Επειδή το ευρωπαϊκό δεν είναι ξένο,  έχει τις ρίζες του στην Ελλάδα, στη Ρώμη και στον Χριστιανισμό. 

Αναζητώντας την αξία του Βολανάκη, στάθηκα στο ότι πήρε τα σκήπτρα του  κατεξοχήν θαλασσογράφου, από τον Αλταμούρα, από έναν όχι τυχαίο. Δίδαξε  τον Βασίλη Χατζή, έναν όχι τυχαίο. Ακολούθησε ο Προσαλέντης. Αλλά ο  Βολανάκης, με την τέχνη του και τα έργα του, όλα αυτά που σήμερα εδώ θα  καμαρώσουμε χάρη στους χορηγούς αυτών των πινάκων, δεν μας έδωσε μόνο  την αντίληψη που είχε για την ιστορία και την εξάρτηση της χώρας από τη  θάλασσα -την καλώς εννοούμενη εξάρτηση της χώρας από τη θάλασσα- αλλά  μας έδωσε και στοιχεία του χαρακτήρα του. Γιατί δεν είναι μόνο η εκάστοτε  κοσμοθεωρία η οποία επηρεάζει την τέχνη. Την επηρεάζουν και βαθύτερες  σκέψεις, βαθύτερα αισθήματά του καλλιτέχνη, πολύ προσωπικά, δυσεξιχνίαστα,  ανεξιχνίαστα και μέσα από αυτά μπορούμε, αναζητώντας τα, συνδυάζοντάς τα  με τον ιστορικό περίγυρο, να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο του.  

Αυτός ο άνθρωπος από την Κρήτη στη Σύρο, από τη Σύρο στην Τεργέστη. Στην  Τεργέστη όπου έγινε η πρώτη ανακάλυψη του ταλέντου του από έναν σημαντικό  έμπορο ζάχαρης, τον Γιώργο Αφεντούλη, αδερφό του Θόδωρου Αφεντούλη,  διακεκριμένου πολιτικού εκ Μαγνησίας, διατελέσαντος υπουργού,  διακεκριμένου καθηγητού της ιατρικής. Εκεί, λοιπόν, ο Βολανάκης ωθήθηκε εις  το να καλλιεργήσει το ταλέντο του. Και το καλλιέργησε σπουδάζοντας στο  Μόναχο, δίπλα σε σημαντικές φυσιογνωμίες. Έζησε πάνω από 20 χρόνια στο  εξωτερικό. Ήρθε πάλι στον Πειραιά. Εκεί μου θύμισε κάπως, η ζωή του και το  τέλος του, τον Καρυωτάκη. Σαν ένας Καρυωτάκης της ζωγραφικής, ένας  άνθρωπος που δεν μπορούσε να διαχειριστεί την ίδια του την βιοποριστική ζωή  παρά, μόνο την κλειστή ζωή του καλλιτέχνη. Μοναχικός, με οικονομική  τεράστια δυσχέρεια, που ωστόσο συνέχιζε να αποτυπώνει την ιστορία και την  αισθητική του σε αυτά που και σήμερα εμείς εδώ θα θαυμάσουμε. Και ήθελα να  πω ότι αυτές οι φυσιογνωμίες πρέπει να τιμώνται και πρέπει να τις θυμόμαστε.  Αν ζούσε σήμερα ο Βολανάκης, θα ήταν εδώ στον Πειραιά και θα ζωγράφιζε το  τρικάταρτο πλοίο, που ήρθε για να πάρει την ολυμπιακή φλόγα να την πάει στη  Μασσαλία. Εκεί θα ήταν, στο Belem, ένα πλοίο του 1896. Θα μπορούσαμε να  τον δούμε μοναχικό να αποτυπώνει αυτό το σκαρί, το οποίο σήμερα  καμαρώνουν οι Έλληνες και που σε λίγες μέρες θα μεταφέρει την ολυμπιακή  φλόγα στη Γαλλία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.  

Εάν ζούσε σήμερα ο Βολανάκης θα ήταν υπερήφανος για την τέχνη του και την  απήχηση της. Γιατί μετά τον Φραγκίσκο Ιωσήφ τον B’ τον αναγνωρίζουν και οι  σύγχρονοι Έλληνες. Τον εκτιμούν, τον ευχαριστούν, διδάσκονται από αυτόν.  Και αν ζούσε εδώ και άκουγε αυτό που θα διαβάσω, μπορεί και να παραξενευτεί  πως μάλλον τον κατάλαβα στα μύχια της ψυχής του. Το «Τελευταίο Ταξίδι» είναι ένα ποίημα του Καρυωτάκη και νομίζω ότι ταιριάζει πολύ με τον ψυχισμό  του Βολανάκη. 

Για ακούστε το:  

Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιὰ, μὲ τὰ χρυσὰ σου φῶτα! Νἄμουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα. 

Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύη, μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω, νὰ μοῦ λικνίζης τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι, δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω! 

Σας ευχαριστώ»