Ηρακλής Ρούπας, Οικονομολόγος:

Η συμφωνία στο Ecofin ως προς την διαχείριση της «οικονομικής σταθερότητας» στην ΕΕ δίνει τροφή – παρά την θετική αυτή έκβαση- σε προβληματισμό ως προς τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της νέας αυτής δομικής λειτουργίας των οικονομιών.

Ίσως θα πρέπει να αρχίσουμε να εκλαμβάνουμε κάθε «αναγκαστική προσαρμογή» στα επίπεδα μίας νέας Ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής «ορθότητας» όπως είναι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας ως πεδίο προβληματισμού ως προς την ακολουθούμενη κατεύθυνση, καθώς και την ανάγκη επαναχάραξης της αναπτυξιακής και κοινωνικής στόχευσης της χώρας.

Αναδεικνύεται μέσα από την συμφωνία το γεγονός ότι ο συμβιβασμός «καθοδηγήθηκε» αναγκαστικά λόγω των συνεχών διεθνών κρίσεων και των προβλέψεων ότι αυτές θα αποτελούν πλέον την βάση συνεχών γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Κάθε κρίση άλλωστε, αναδεικνύει νέες στρατηγικές αντιμετώπισης, καθώς και λύσεις για την επόμενη ημέρα. Στην παρούσα φάση όμως, οι συνεχιζόμενες κρίσεις για την χώρα καθιστούν δύσκολη την χαρτογράφηση μίας ομαλής μακροπρόθεσμης πορείας.

Κατά συνέπεια, στα πλαίσια μίας νέου τύπου ελεγχόμενης ευελιξίας, η βάση επίτευξης των στόχων του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας μετατίθεται μερικώς στις ίδιες τις χώρες. Κατά συνέπεια, θα αναδειχθούν νέα πεδία οικονομικής πολιτικής που θα τα εκμεταλλευθούν οι οικονομίες εκείνες που θα έχουν το μέγεθός ή την δυνατότητα ευέλικτης προσαρμογής.

Οι πλέον αδύναμες χώρες- όπως η Ελλάδα- χωρίς ουσιαστικά εργαλεία μετασχηματισμού, παρά μόνον τα κονδύλια του Ταμείου Ανακαμψης και ίσως του συζητούμενου Ταμείου Ενεργειακής Στήριξης- θα βρεθούν σε επόμενες κρίσης σε βαθιά προβληματική φάση.

Χωρίς δυνατότητα αντίδρασης ως προς έναν μακροπρόθεσμο προγραμματισμό βιωσιμότητας, καθώς τα αναπτυξιακά διλήμματα αναδεικνύουν δύο επιλογές: Μονόδρομο διατήρησης της υφιστάμενης μονοδιάστατης ανάπτυξης με παρενθετική ενίσχυση των αδύναμων οικονομικά ή πλήρη αναδιάταξη του παραγωγικού μοντέλου με στόχο την διεύρυνση των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία και διαμόρφωση ενός μακροπρόθεσμου μοντέλου οικονομικής πορείας.

Δυστυχώς, η δεύτερη επιλογή σταδιακά εκλείπει καθώς χάθηκε πολύτιμος χρόνος, αφήνοντάς ως μοναδική στόχευση την αναζήτηση διορθωτικών κινήσεων στην βάση της εφαρμοζόμενης σήμερα πολιτικής με την ελπίδα της διατήρησης των υφιστάμενων στρεβλοτήτων στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα. Μία τέτοια προοπτική αφήνει την ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα ανοχύρωτη σε ξαφνικές διεθνείς εξελίξεις, καθώς αυτές πλέον θα αποτελούν τη «νόρμα» στη μελλοντική πορεία των οικονομιών.

Στρατηγική επιλογής της κυβέρνησης υπήρξε η αναπτυξιακή οδός χωρίς ευελιξίες και δυνατότητα προσαρμογής σε περιόδους κρίσεων όπως αυτές που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό είναι πως ο σχεδιαστικός μονόδρομος της ακολουθούμενης πολιτικής – που επί της ουσίας διαμορφώνει «πεδίο άρνησης» ως προς δυνατότητα πρόβλεψης εξελίξεων – νομοτελειακά οδηγεί σε σταδιακή εξασθένιση – εκτός ελαχίστων περιπτώσεων – κάθε δομή παραγωγικής δραστηριότητας καθώς σε επερχόμενες κρίσεις δεν θα υπάρχει η δυνατότητα σε αδύναμες οικονομίες να κερδίσουν χρόνο για τον αναγκαίο «αντανακλαστικό» μετασχηματισμό τους.

Επί της ουσίας οι όποιες ελπίδες ανάδειξης ενός σύγχρονου παραγωγικού μοντέλου για την χώρα ακυρώνονται μετά από κάθε κρίση. Ενώ οι επακόλουθες επιπτώσεις των συνεχών κρίσεων μας υποχρεώνουν να αναδείξουμε γρήγορα αντανακλαστικά και άμεση αναμόρφωση επιμέρους σημείων της αναπτυξιακής πολιτικής η πραγματικότητα δυστυχώς αναδεικνύει μετά από κάθε κρίση, νέα σημεία προσπάθειας κυριαρχίας των ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Πιο συγκεκριμένα, εκείνων που έχουν την δομική ισχύ να αναπροσαρμόζουν την παραγωγική τους ικανότητα και στόχευση.

Η εγχώρια οικονομία δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Ούτε επικεντρώθηκε η αναπτυξιακή της πολιτική στην ανάδειξη αντίστοιχων προληπτικών πολιτικών προσαρμογής. Κατά συνέπεια, ίσως μετά από μία περίοδο όπου τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα δώσουν κάποια ώθηση, οδεύουμε προς νέο σπιράλ στρεβλότητας αν δεν επιλεγούν άμεσα εναλλακτικές στρατηγικές εκτός της πεπατημένης.

Η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών επί τον υπολογισμό του «υπερβολικού ελλείμματος» στα πλαίσια ενός νέου Συμφώνου Σταθερότητας, δημιουργεί ένα μεσοπρόθεσμο μαξιλάρι. Μέσα στην περίοδο όμως της τριετίας ή επταετίας -περίοδο κατά την οποία κάθε κράτος καλείται να σχεδιάσει το δικό του μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο για την μείωση του ελλείμματος – υπάρχει δυνατότητα της ευκαιρίας του διορθωτικού επανασχεδιασμού καθώς μία εις βάθος ανάλυση των στατιστικών δεδομένων – χωρίς προκατάληψη – μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η όποια αναβάθμιση της οικονομίας μας κρύβει στοιχεία ύφεσης που ενδημούν στην καρδιά της λειτουργίας.

Στοιχεία ύφεσης που κρύβονται στις λεπτομέρειες των δεδομένων των περισσοτέρων χωρών της ΕΕ.

Η απομόνωση των στατιστικών στοιχείων διαμορφώνει την δυνατότητα αμφίπλευρης μετάφρασης της απεικόνισής τους. Στην παρούσα συγκυρία για την χώρα αναδεικνύεται μία ελκυστικότητα που αξιολογείται ανάλογα από τις διεθνείς αγορές. Μία διαφορετική ανάγνωση όμως, μας εισάγει κατευθείαν στην πραγματική κρίση κοινωνικού μετασχηματισμού που εντείνεται μέρα με την ημέρα παρά τα «μαξιλάρια» κοινωνικής στήριξης.

Ας μη διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι στην έκθεση του ΟΗΕ για τις ξένες επενδύσεις ( επίπεδο ελκυστικότητα της χώρας) επιβεβαιώνει με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι οι επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες που δημιουργούν νέα αξία και θέσεις εργασίας έχουν συρρικνωθεί σε ποσοστό περίπου 25,5% την διετία 2021-22. Κατ΄επέκταση μία βαθύτερη ανάλυση μίας μόνον σταστιστικής παραμέτρου αναδεικνύει το μέγεθος της υποκρυπτόμενης στρεβλότητας στην λειτουργία της οικονομίας.

Ως γενικό κοινωνικό φαινόμενο τείνει να περιγράφεται από ακαδημαϊκούς ως μοιρασμένη απελπισία (shared hopelesness). Εικόνα που δύσκολα αναδεικνύεται σήμερα τόσο από τους Ευρωπαϊκούς φορείς, όσο βέβαια και από τους οίκους αξιολόγησης. Οι οικονομίες μετά από κάθε κρίση φαίνεται πως επανασχεδιάζονται για να λειτουργήσουν υπέρ του συγκεντρωμένου πλούτου.

Μετά την κρίση χρέους του 2008 ο κύκλος των οικονομικών κύκλων έχει επί της ουσίας μικρήνει, ενώ οι κύκλοι κρίσεων έχουν μειώσει την διάρκειά τους και τον χρόνο ανάδειξης διορθωτικών πολιτικών. Αυτό όμως που παρατηρείται είναι πως μετά από κάθε κρίση το εύρος του πληθυσμού που επιρρεάζεται θετικά από τις όποιες λύσεις τείνει να μικραίνει.

Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται και ο αριθμός των αδύναμων μεγαλώνει καθώς οι προωθούμενες λύσεις διαμορφώνουν νέες βάσεις παραγωγικής και οικονομικής δομής στις οποίες όλο και λιγότεροι μπορούν να «συμμετέχουν». Οι υπόλοιποι σύμφωνα με περιγραφές της διεθνούς βιβλιογραφίας, απλά θα δρουν ως «servicers» των οικονομικά ισχυρότερων.

Για πόσο διάστημα όμως είναι δυνατόν να εξαρτάται η οικονομία μας από την “παροχή υπηρεσιών” υποστήριξης μίας παραγωγικής δομής που φθείνει;

Για πόσο διάστημα θα είναι δυνατή η διατήρηση ενός περιβάλλοντος απαξίωσης των εργατικών “χεριών” μέσω της στήριξης που παρέχεται από τις επιδοματικές πολιτικές;

Για πόσο διάστημα θα καταστεί δυνατή η απόκρυψη των στρεβλοτήτων μέσα από την νομιμοποιηθείσα “εισαγωγή” εργατικών χεριών;

Για πόσο διάστημα κάθε σπίθα κρίσης θα είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται με πρόσκαιρα βραχυπρόθεσμα προγράμματα στήριξης της φτώχιας που σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία (Gwartney & McCaleb) ίσως την εντείνουν;

Η αναβάθμιση της χώρας ενώ σίγουρα αποτελεί θετική εξέλιξη, παρασύρει την κυβέρνηση σε “άρνηση” αποδοχής ενός ολοένα εντεινόμενου κοινωνικού προβλήματος. Ίσως να εξυπηρετείται από το γεγονός ότι στατιστικά στοιχεία δεν είναι δυνατόν να αποτυπώσουν τον βαθμό απαισιοδοξίας και απελπισίας καθώς και μειούμενης αυτοεκτίμησης μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που βιώνει συνεχείς κρίσεις από το 2009.

Μπορεί οι συμπεριφορικές και κοινωνιολογικές μελέτες να αντιμετωπίζονται στην χώρα μας από τους πολιτικούς ως απλές ασκήσεις θεωρητικών και ψυχολογικών αναλύσεων. Όμως, αυτές οι παράμετροι σε συνδυασμό με την θεωρητική εκτίμηση της «εμπιστοσύνης» του πληθυσμού (confidence speculation) επί της ουσίας διαμορφώνουν αφανώς την προοπτική των οικονομικών εξελίξεων.

Οι όποιες «ενδιάμεσες» πολιτικές απλά καθυστερούν τις εξελίξεις «αντίδρασης».

Η ψυχολογία δεν είναι δυνατόν να «χειραγωγείται» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορεί οι μηχανισμοί υγιούς κοινωνικής αντίδρασης να βρίσκονται σε καταστολή (όπως για παράδειγμα το συνδικαλιστικό κίνημα), όμως μία σπίθα θα μπορούσε να προκαλέσει «επιβαλόμμενο μετασχηματισμό» μέσα από την ανάδειξη νέας μορφής κοινωνικών κινημάτων.

Η προληπτική «αποκαθήλωση» του status quo από της νέες ελίτ που διαμορφώνονται μετά από τους κύκλους κρίσεων είναι δυνατόν να γίνεται προγραμματισμένα προκειμένου να ελέγχονται οι αντιδράσεις. Άλλωστε, η ενδογενής αδυναμία του καπιταλισμού είναι η συμπεριφορά των μαζών.

Κερδίζοντας επενδυτική βαθμίδα εν μέσω οικονομικών κύκλων μικρής διάρκειας, κινδυνεύουμε να απωλέσουμε την στόχευση κοινωνικής ισορροπίας, ενώ η επόμενη κρίση εν μέσω «κρυπτόμμενης ύφεσης» θα εντείνει ακόμα περισσότερο τα είδη σοβαρά διαρθρωτικά και κοινωνικά προβλήματα.

Σκέψεις για …μετά το 2024 που αναμένεται οικονομικά και επενδυτικά να χαρακτηρισθεί από θετικό αναπτυξιακό πρόσημο.

Ecofin Ελληνική οικονομία Ηρακλής Ρούπας σύμφωνο σταθερότητας Ταμείο Ανάκαμψης

Πηγή: mononews.gr