Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024, Ιστ´Λουκά, «Τελώνου και Φαρισαίου», (Β´ Τιμ. 3, 10-15)
Κείμενο
Σὺ δέ παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις, οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! Καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος.Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος.
Τα ιδανικά του χριστιανού μέσα σ΄ έναν αδιάφορο κόσμο
Την Κυριακή αυτή αρχίζει στο λειτουργικό έτος της Εκκλησίας μας το Τριώδιο, μια περίοδος πιο εντατικής ζωής και προσευχής που μας προετοιμάζει για τη Μ. Τεσσαρακοστή και τελικά για τη Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα. Προβάλλει, μάλιστα, με την ευαγγελική περικοπή ως υπόδειγμα ταπεινώσεως και προσευχής τον τελώνη που αισθανόμενος συντριβή ενώπιον του Θεού για τις αμαρτίες του ζητά το έλεός του («ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ») και, παράλληλα, ως παράδειγμα προς αποφυγή την προσευχή του φαρισαίου που έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του για τις νηστείες του και τις χρηματικές υποχρεώσεις στον Ναό αισθάνεται υπεροχή έναντι όλων των άλλων ανθρώπων («οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων….καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης»). Το αποστολικό ανάγνωσμα προέρχεται από τη Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή και είναι σε μετάφραση το ακόλουθο:
Απευθύνοντας τις τελευταίες υποθήκες του ο Παύλος στον μαθητή του Τιμόθεο, επίσκοπο Εφέσου, καταλήγει: «Εσύ όμως συμπορεύτηκες μαζί μου στη διδασκαλία, στον τρόπο ζωής, στους σκοπούς, στην πίστη, στη μακροθυμία, στην αγάπη, στην υπομονή, στους διωγμούς, στα παθήματα σαν αυτά που υπέμεινα στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. Τι διωγμούς υπέφερα! Κι απ’ όλα με γλίτωσε ο Κύριος. Κι όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο· θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν. Εσύ όμως να μένεις σ’ αυτά που έμαθες και που για την αξιοπιστία τους έχεις τεκμήρια. Ξέρεις από ποιον τα έμαθες· και μη λησμονείς ότι από τη βρεφική σου ηλικία γνωρίζεις τη Γραφή, που μπορεί να σε κάνει σοφό οδηγώντας σε στη σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό» (Β΄Τιμ.3,10-15).
Υπενθυμίζει ο Απόστολος τα όσα έμαθε μαζί του ο Τιμόθεος παρακολουθώντας τη διδασκαλία του, τη ζωή του, την πίστη, την υπομονή αλλά και τα παθήματα και τους διωγμούς κατά τη διάρκεια του ιεραποστολικού του έργου. Ιδιαίτερα του θυμίζει όσα του συνέβησαν στην Αντιόχεια, όπου οι Ιουδαίοι ξεσήκωσαν τους άρχοντες της πόλεως και έδιωξαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα έξω από την πόλη τους (βλ. τη διήγηση του Λουκά στις Πράξεις Αποστόλων 13,50), κι επίσης όσα του συνέβησαν στο Ικόνιο και στα Λύστρα, όπου επειδή θεράπευσε ένα χωλό οι κάτοικοι τους θεώρησαν θεούς που πήραν τη μορφή ανθρώπων και τον μεν Βαρνάβα θεώρησαν ότι είναι ο Δίας τον δε Παύλο ότι είναι ο Ερμής (επειδή αυτός «ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου»), τόσο που ο ιερέας του Δία έφερε ζώα για να τα θυσιάσει, προκαλώντας την έντονη διαμαρτυρία των δυο Αποστόλων («Άνθρωποι, τι είναι αυτά που κάνετε; Κι εμείς άνθρωποι είμαστε, θνητοί σαν κι εσάς. Θέλουμε να σας φέρουμε το χαρμόσυνο μήνυμα, να εγκαταλείψετε αυτούς τους ανύπαρκτους θεούς και να στραφείτε στον ζωντανό Θεό, αυτόν που δημιούργησε τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά…»). Τότε ήλθαν από την Αντιόχεια Ιουδαίοι που έπεισαν τον κόσμο να τους λιθοβολήσουν και να τους σύρουν έξω από την πόλη νομίζοντας ότι πέθαναν (βλ. διήγηση στις Πράξεις 14,19εξ.). Και τι έκαναν οι δυο Απόστολοι; Αντί να ξεκουραστούν και να φροντίσουν τον εαυτό τους, ξαναμπήκαν στην πόλη και συνέχισαν να κηρύττουν! Και αφού αποδίδει τη σωτηρία του ο Παύλος στον Κύριο, γενικεύει προειδοποιώντας στους χριστιανούς ότι όσοι θέλουν να ζήσουν ευσεβώς θα διωχθούν, ενώ παράλληλα πονηροί και απατεώνες θα προκόπτουν πλανώντες και πλανώμενοι. Αντίθετα, θυμίζει στον Τιμόθεο ότι αυτός από μικρός γνωρίζει τις Γραφές, «που μπορεί να τον κάνουν σοφό οδηγώντας στη σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό».
Η αφοσίωση του Τιμοθέου στη διδασκαλία του Απ. Παύλου, η αναφορά στην πίστη του, στην υπομονή και τα παθήματά του αλλά παράλληλα και η μελέτη της Αγίας Γραφής προβάλλονται και ως καθήκοντα του χριστιανού κατά τη νέα περίοδο του Τριωδίου.
Οι τελευταίες προειδοποιήσεις του Αποστόλου στον Τιμόθεο για παθήματα και διωγμούς φέρουν στο νου μας ανάλογες προβλέψεις του Χριστού προς τους μαθητές του και τους χριστιανούς για τις δοκιμασίες που τους περιμένουν μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο.
Όλα αυτά μας οδηγούν στις ακόλουθες σκέψεις: Αποδεικνύεις ότι έχεις ηρωισμό και πίστη, αν όλοι συμφιλιώνονται με το κακό, ενώ εσύ κρατάς τη σημαία της πίστης ψηλά. Αν όλοι γύρω σου πρόδωσαν τις αρχές του Ευαγγελίου, ενώ εσύ δεν προδίδεις τα ιδανικά σου. Αν όλοι προτιμούν την άνεση, ενώ εσύ δέχεσαι να κοπιάζεις για να προσφέρεις βοήθεια και συμπαράσταση στον αναγκεμένο συνάνθρωπο. Αν άλλοι ειρωνεύονται τις χριστιανικές αρχές, ενώ εσύ δίνεις νόημα στη ζωή σου με αυτές. Τότε μπορείς να πεις ότι με τη βοήθεια του Θεού βρίσκεσαι στο σωστό μονοπάτι που οδηγεί στη βασιλεία Του.
Τελειώνω με μερικούς στίχους από το ποίημα «Αν» του Άγγλου ποιητή Kipling:
«ΑΝ μπορείς να κρατιέσαι νηφάλιος, σαν όλοι τριγύρω,
τα έχουν χαμένα, και φταίχτη σε κράζουν για τούτο…
Αν μπορείς να προσμένεις, χωρίς ν’ αποκάνεις ποτέ καρτερώντας…
Κι αν, σα σε μπλέξουνε ψεύτες, εσύ σε ψευτιές δεν ξεπέσεις…
Κι αν, μισημένος, κρατείς την ψυχή σου κλεισμένη στο μίσος,
……………………………………………………………..
«ΑΝ με τα πλήθη μιλώντας, φυλάξεις την πάσα αρετή σου…
Κι αν, με Ρηγάδες παρέα δεν χάσεις τον νου σου…
Κι αν, ούτε εχτροί, μα ούτε φίλοι ακριβοί να σε πλήξουν μπορούνε…
Κι αν λογαριάζεις τους πάντες, αλλά και κανέναν περίσσια…
Κι αν μπορείς να διατρέχεις στο κάθε λεφτό, που αδυσώπητο φεύγει,
όλο τον δρόμο που πρέπει να γίνεται μες στους εξήντα του χτύπους,
– τότε δική σου θε να ‘ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει
και – τρανότερο ! τότε πια γένηκες Άντρας, παιδί μου !…».
Ή με τα λόγια του Παύλου, «ἐτσι θα γίνεις ώριμος και θα φτάσεις στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός» (Εφεσ. 4,13).
Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Ερμηνείας Κ. Διαθήκης, ΑΠΘ https://orthodoxia.info/news/ta-idanika-christianoy-mesa-s-enan-2/
Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024, Ιστ´Λουκά, «Τελώνου και Φαρισαίου», (Λουκ. 18, 10-14)
Στήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, τό κλειδί τῆς κατανοήσεως εὑρίσκεται στήν εἰσαγωγική πρόταση μέ τήν ὁποία ἐξηγείται ὁ λόγος γιά τάν ὁποῖο ὁ Χριστός τήν εἶπε.Ἦταν δηλαδή ἡ ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους πού εἶχαν τήν ἰδέα ὅτι εἶναι «σωστοί» ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι νόμιζαν ὅτι εἶχαν δικαίωμα νά κρίνουν τούς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς καί νά τούς κατακρίνουνς ὡς «τιποτένιους». Στήν ἱστορία αὐτή ὁ Χριστός δανείζεται δύο τύπους καί μία εἰκόνα πολλή οἰκεία στούς ἀκροατές του· ἕναν «ἅγιο» τῆς ἐποχῆς, ἕναν Φαρισαῖο, κι ἕναν παρείσακτο τῆς κοινωνίας, ἕνα βδέλυγμα γιά τούς «καθαρούς» Ἰουδαίους, ἕναν τελώνη, σέ μία πολλή ἱερή στιγμή, κατά τήν προσευχή τους στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος.
Οἱ Φαρισαῖοι ἦταν μία θρησκευτική ὁμάδα στόν Ισραήλ, ἡ ὁποία ἱστορικά προῆλθε ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μακκαβαίων (166 π.Χ). Ἀν καί ἀρχικά ξεκίνησαν ὡς εὐσεβεῖς τηρητές τοῦ Νόμου, στήν πορεία, όμως, τούς κατέλαβε ἡ ἀλαζονεία κι ὁ ἐγωπάθεια τῆς «ὀρθοδοξίας». Τό ὄνομά τους ἄλλωστε, Φαρισαῖοι, σήμαινε ξεχωρισμένοι, καθαροί. Τήν ἐποχή τῆς Ρωμαιοκρατίας, μάλιστα εἶχαν ἀναδειχθεῖ σέ «τύπο καί ὑπογραμμό» τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς σέ ἀντίθεση μέ τήν χαλαρότητα πού παρουσίαζαν οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐξέφραζαν τά ἀρχιερατικά γένη καί τήν ἄρχουσα τάξη πού συνεργάζονταν μέ τούς κατακτητές Ρωμαίους.
Σέ ἀντίθεση με τούς Φαρισαίους, οἱ τελῶνες ἦταν μία τάξη ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι γιά τόν Ἰσραήλ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς θεωροῦνταν ἀκάθαρτοι καί ἀπόβλητοι ἀπό τήν κοινωνία τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων μιᾶς καί ἀσκοῦσαν ἕνα ἐπάγγελμα πολύ ποταπό καί βδελυρό ἀφοῦ ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένο μέ τούς κατακτητές Ρωμαίους για τούς ὁποίους εἰσέπρατταν τούς φόρους μέ τούς γνωστούς ἀπάνθρωπους τρόπους. Θεωροῦσαν τούς τελῶνες χειρότερους κι ἀπό τίς πόρνες· κυκλοφοροῦσαν μάλιστα καί πολύ σκωπτικές παροιμίες γι αὐτούς· μία ἔλεγε, «στά βουνά τά πιό ἄγρια θηρία εἶναι οἱ ἀρκοῦδες καί στίς πόλεις οἱ τελῶνες».
Ὁ Φαρισαῖος κατά τήν προσφιλῆ συνήθειά του, ἀφοῦ στάθηκε σέ κάποιο περίβλεπτο σημεῖο τοῦ Ναοῦ, σήκωσε τά χέριά του ψηλά στόν οὐρανό κι ἄρχισε μεγαλόφωνα να προσεύχεται εἰς ἐπήκοον πάντων. Ἀρχικά εὐχαρίστησε τόν Θεό γιατί δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί καί μάλιστα σάν τόν τελώνη, ὁ ὁποῖος κρυμμένος πίσω ἀπό μία κολώνα τοῦ Ναοῦ ἀδιόρατος προσευχόταν. Καί δέν ἔφθανε πού κατεδίκασε ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά συνέχισε προβάλλοντας τίς ἀρετές του, αὐτές πού τόν διαφοροποιοῦσαν ἀπό τούς «ἄλλους ἀνθρώπους», ὅτι δηλαδή νηστεύει δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί προσφέρει τό ἕνα δέκατο ἀπό τήν γεωργική του παραγωγή στόν Ναό.
Ἡ νηστεία κατά την διάρκεια τῆς ἑβδομάδος, Τρίτη καί Πέμπτη, δέν ἦταν ἐπιταγή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά μία ἔκφραση θρησκευτικῆς εὐλαβείας τήν ὁποία εἶχαν ἐπιβάλει οἱ Φαρισαῖοι ἀπό τήν ἐποχή τῶν Μακκαβαίων. Σέ ἀντίθεση μέ τόν «δεκατισμό», δηλαδή τήν εἰσφορά στόν Ναό τοῦ ἑνός δεκάτου τῆς παραγωγῆς αὐτό προβλεπόταν ἀπό τόν Μωσαϊκό Νόμο, Λευιτικό (κεφ. 27), καί ἀφοροῦσε ὅλους τούς Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι ὅμως τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν γεωργοί καί κτηνοτρόφοι, ἐνῶ την εποχή αὐτή, οἱ Φαρισαῖοι ἦταν συνήθως τεχνίτες μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ὑπόκεινται τυπικά στίς διατάξεις τοῦ Νόμου, ἀλλά αὐτοί ἀπό ὑπερβολική εὐσέβεια καλλιεργοῦσαν ἀρωματικά φυτά στίς γλάστρες τῶν σπιτιῶν τους καί ἀπό αὐτά πρόσφεραν τό δέκατο στόν Ναό. Μπορεῖ στά μάτια τῶν ἀνθρώπων νά φαίνονταν εὐσεβεῖς, ἀλλά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἦταν ὑποκριτές. Αὐτό, ἄλλωστε, καυτηριάσε ὁ Χριστός σέ ἕνα ἀπό τά «οὐαί»· «οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἠδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι», (Ματθ. 23,23).
Τίποτα ἀπό τίς «ἀρετές» τοῦ Φαρισαίου δέν εἶχε νά ἀντιπαρατάξει ὁ Τελώνης γι αὐτό εἶχε κρυφθεῖ στήν σκιά μιᾶς κολώνας τοῦ Ναοῦ καί μέ σπαραγμό καί δάκρυα προσευχόταν στόν Θεό ἐπαναλαμβάνοντας συνεχῶς, «Κύριε, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Ὁ Φαρισαῖος στό πρόσωπο τοῦ τελώνη νόμισε ὅτι βρῆκε τόν ἰδανικό ἀντίπαλο γιά νά τονίσει τήν δική του «ἁγιότητα», συνάμα καί τήν μοναδικότητά του. Αὐτός, λοιπόν, δέν ἦταν σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, μέ ὅλα τά ἐλαττώματα πού ἀπαριθμεῖ, καί γιά νά γίνει κατανοητός φέρνει σάν παράδειγμα τόν τελώνη, σάν νά ὑπῆρχε περίπτωση ὁ Θεός νά μή μποροῦσε νά διακρίνει τήν διαφορα! Ὁ τελώνης χρησίμευε ὡς δεύτερος ὅρος συγκρίσεως.
Ἡ διαφορά τῶν δύο εἶναι τεράστια· ὁ Φαρισαίος δέν προσεύχεται στόν Θεό, ἀλλά τόν χρησιμοποιεῖ γιά νά ὑπογραμμίσει τίς ἀρετές του καί τήν διαφορά του ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Θεός εἶναι χρήσιμος γιατί μόνον αὐτός μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει τὀ ἠθικό μεγαλεῖο καί τήν ἀρετή τοῦ Φαρισαίου! Τώρα, ἀν ὁ Θεός κοιτοῦσε μέσα στήν καρδιά τοῦ Φαρισαίου τήν ὥρα πού ξεστόμιζε αὐτές τίς «προσευχές» σίγουρα δέν θά καταλάβαινε τί ἐννοοῦσε καί σέ ποῖον Θεό ἀπευθυνόταν! Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἐξαθλιωμένος τελώνης ξέρει ὅτι δέν ἔχει τίποτα νά ἐπιδείξει στόν Θεό καί γι αὐτό προσφεύγει ὡς ἱκέτης καί μέ συντριβή προσεύχεται, «Κύριε, ἐλέησόν με». Τήν κολοσσιαία αὐτή ἀντίθεση ὑπογραμμίζει ὁ Χριστός ὅταν λέγει ὅτι ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ τελώνη καί ὄχι τοῦ «δικαίου» Φαρισαίου. Διότι, οι συμπεριφορές τους εἶναι διαμετρικά ἀντίθετες καί διαφέρουν τόσο ὅσο διαφέρει ἡ προσευχή ἀπό τήν βλασφημία. Ὁ πυρήνας τῆς «προσευχῆς» τοῦ Φαρισαίου ἦταν ἡ (αὐτο)δικαίωση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀπαξίωση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, τά ὁποῖα συνιστοῦν βδέλυγμα γιά τόν Θεό· «῎Ηκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς, ὑμεῖς ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», (Λουκ. 16,15).
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ συμπεριφορά τοῦ Φαρισαίου εἶναι ἄκρως ἀλαζονική. Καί ὅπως ἡ ἀλαζονεία κατέστρεψε τόν πρῶτο ἄνθρωπο, ἔτσι συνεχίζει νά καταστρέφει κάθε φορά τόν ἄνθρωπο πού ἐξισώνει τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, ἤ σφετερίζεται δικαιώματα τού Θεοῦ. Τήν ἴδια παρατήρηση κάνει καί ὁ ἀπ. Παῦλος γιά τούς ἀπογόνους των Φαρισαίων στίς ἡμέρες του, ὅτι «ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν». (Ρωμ. 10,3).
Ἡ στάση καί ἡ συμπεριφορά τοῦ Φαρισαίου συνιστᾶ ἕναν ὁλόκληρο ἰδεολογικό κόσμο καί ὀργανώνει ἕνα πλῆρες πολιτιστικό σύστημα, γνωστοῦ ὡς Φαρισαϊσμοῦ, μέ πυρήνα τῆν ὑποκρισία, τόν ὁποῖο μέ τόν πιό σκληρό τρόπο ἔλεγξε ὁ Χριστός μέ τά γνωστά «οὐαί» (Ματθ. 23, 13-39). Ὁ Φαρισαϊσμός ἀποτελεῖ τόν πιό σοβαρό, καί διαρκή, κίνδυνο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου· ἕνα πειρασμό πού ἀπειλεῖ μονιμῶς ἀπό τά δεξιά διότι μετατοπίζει ἀδιόρατα τό κέντρο τῆς σωτηρίας ἀπό τόν Θεό, στόν ἑαυτό μας. Μέσα ἀπό «εὐσεβῆ» προσχήματα μᾶς ἐμποδίζει νά διακρίνουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού σώζει, καί μᾶς ἐγκλωβίζει στά ὑποτιθέμενα καλά μας ἔργα καί ἔτσι φθάνουμε στήν αὐτοδικαίωση καί στήν αὐτοσωτηρία, τό ὁποῖο οὐσιαστικά συνιστᾶ μία πρακτική μορφή ἀθεΐας. Ἀντιθέτως, ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀνεπαρκείας ἀποτελεῖ ὑψίστη μορφή αὐτογνωσίας, ὅπως μέ πολύ εὐστοχο τρόπο ἐκφράζει ἡ εὐχή τῆς ἀναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου ἀναγνωρίζουμε ὅτι «ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι δοῦλοί σου οἱ καταξιωθέντες λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ, οὐ διά τάς δικαιοσύνας ἡμῶν (οὐ γάρ ἐποιήσαμέν τι ἀγαθόν ἐπί τῆς γῆς), ἀλλά διά τά ἐλέη σου καί τούς οἰκτιρμούς σου, οὕς ἐξέχεας πλουσίως ἐφ’ ἡμᾶς, θαρροῦντες προσεγγίζομεν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ».
Συνεπῶς, τό ἀμείλικτο ἐρώτημα πού προκύπτει ἀπό τήν παραβολή, εἶναι κατά πόσο πραγματικά ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τόν Θεό στήν ζωή μας. Ὁ τελώνης μέ εἰλικρίνεια ἀναγνώριζε τήν ἀνάγκη πού εἶχε γιά Θεό καί γι αὐτό τόν ἀποζητοῦσε, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος αὐτάρεσκα ἁπλῶς τόν χρησιμοποιοῦσε· ὁ πρῶτος σώθηκε καί ὁ δεύτερος κατακρίθηκε γιά τόν ἁπλούστατο λόγο διότι δέν ἦταν «πτωχός τῷ πνεύματι», (Ματθ. 5,3) καί δεν κατανοοῦσε ὅτι «δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Ρωμ. 3, 24) μέ ἀποτέλεσμα νά γκρεμισθεῖ ἀπό τό βάθρο πού εἶχε στήσει ἡ ἐγωπάθειά του.
Ἀς μή ξεχνᾶμε, λοιπόν, τήν προτροπή τοῦ Ὑμνωδοῦ τῆς περιόδου που διανύουμε, γιά τόν σωστό τρόπο προσευχῆς, πού θά πεῖ καί ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐάρεστος στόν Θεό, «μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται· ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ», δηλαδή μέ ταπείνωση, πού θά πεῖ μέ πίστη, διότι αὐτή τήν γλῶσσα μόνον ἀκούει κι ἀναγνωρίζει ὁ Θεός. Ὁ Χριστός, ἄλλωστε, πρό πολλοῦ μᾶς ἔχει προειδοποιήσει ὅτι «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς», (Ματθ. 7, 21).
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ