Του Γρηγόρη η μάνα χαίρεται, του Ντίνου καμαρώνει, γιατί έχουν γυιούς Σταυραετούς, παιδιά που πολεμούν στο Ρούπελ. 

Πρόκειται για τον Γρηγόριον Αθανασόπουλον του Ανδρέου και της Ρεβέκκας από τους Καμενιάνους Καλαβρύτων και για τον Κωνσταντίνον Γιαννόπουλον του Ιωάννου και της Ελένης από την Κερασιάν του ιδίου Δήμου. Είναι δεύτερα εξαδέλφια από τις γιαγιάδες των, οι οποίες κατάγονταν από τους Καμενιάνους και ήσαν αδελφές του Βασιλείου Σταθακοπούλου.

Εις όλην των την ζωήν ο Γρηγόρης και ο Ντίνος ήσαν άνθρωποι με κοινωνικήν προβολήν, άριστοι οικογενειάρχες, με απαράμιλλον θάρρος και προσφοράν εις το κοινωνικόν σύνολον.

Εις ό,τι αφορά την Εκκλησίαν, την Πατρίδα και την Οικογένειαν δεν εδίσταζαν να δώσουν ακόμη και την ζωήν των. Γόνοι ιστορικών και αριστοκρατικών οικογενειών, είχαν πάντα προ οφθαλμών το γνωστόν: «Η Ευγένεια υποχρεοί».

Επάνω εις το άνθος της ηλικίας των, εικοσιενός ετών, εστρατεύθησαν, προς εκπλήρωσιν των στρατολογικών των υποχρεώσεων. Την πρωΐαν της 6ης Απριλίου 1941 ευρήκε τον Γρηγόρην και τον Ντίνον η Γερμανική επίθεσις εις την ωχυρωμένην γραμμήν Μεταξά και μάλιστα εις το οχυρόν Ρούπελ.

Τώρα, προκειμένου να μεταπέσωμεν ομαλά εις το Ανοιξιάτικον εκείνο πρωϊνόν, ας μου επιτραπή να κάνω την ακόλουθον τοποθέτησιν.

Κάθε χρόνο μεταξύ Εαρινής και Θερινής εποχής ανακαλούμεν εις την μνήμην μας, κάνομεν απολογισμόν των φοβερών εκείνων γεγονότων, τα οποία εβίωσεν η Χώρα μας πριν και κατά την διάρκειαν της δευτέρας Εποποιΐας 1940-1941. Κάνομε νοερόν μνημόσυνον των Παιδιών της Ελλάδος, των Ηρώων και Ημιθέων, του Αγλαΐσματος του Έθνους μας, το οποίον με το αίμα του καθηγίασε τον Επικόν Αγώνα της Χώρας μας εναντίον της βίας και της τυραννίας.

Ογδόντα ένα (81) χρόνια έχουν περάσει από την Άνοιξιν του έτους 1941. Ο κύριος όγκος του Στρατού μας αμύνεται κατά των Ιταλών επί γενικής γραμμής Πόγραδετς – Χειμάρα. 

Παρατίθεται φωτογραφία βαρέος πυροβόλου, το οποίον βάλλει εναντίον ιταλικών θέσεων στην περιοχήν Πόγραδετς. 

 

 

Οι Ιταλοί, ύστερα από τις συνεχείς και αλλεπαλλήλους ήττες των, αποβλέπουν να καταβάλουν μίαν ισχυράν και υστάτην προσπάθειαν δια να συντρίψουν τις Ελληνικές Δυνάμεις και δια να ανατρέψουν υπέρ αυτών την μέχρι τότε δυσμενεστάτην δι’ αυτούς πολεμικήν και διεθνή πολιτικήν κατάστασιν.

Κατόπιν μακρών προπαρασκευών, αποφασίζουν να εκδηλώσουν την μεγάλην αυτήν επίθεσίν των, της Πριμαβέρα, όπως την ωνόμασαν (Ανοίξεως), κατά τον Μάρτιον του 1941, η οποία επίθεσις, ως διεκήρυσσαν δια του Μουσολίνι, έμελλε «να σπάση τα πλευρά της Ελλάδος». Η μεγάλη αυτή Ιταλική επίθεσις, ορμηθείσα εκ της περιοχής Γκλάβε ήρχισε την 9ην Μαρτίου 1941, διήρκεσε κατά την κυρίαν φάσιν της, μέχρι 15 Μαρτίου και συνεχώς έκτοτε εκφυλιζομένη εις έντασιν, έληξε τελικά την 26ην Μαρτίου 1941. Αν και η επίθεσις αυτή των Ιταλών υπήρξε μία από τις ισχυρότερες του πολέμου, εν τούτοις απέτυχε πλήρως, χωρίς την παραμικράν επιτυχίαν.

Αντιθέτως προς την αποθάρρυνσιν και αγανάκτησιν των Ιταλών και των συμμάχων των Γερμανών, οι απανταχού της Γης ελεύθεροι άνθρωποι καταλαμβάνονται από θαυμασμόν, από κατάπληξιν. Είναι η εποχή εκείνη κατά την οποίαν εθεοποιήθη ο Έλληνας Στρατιώτης και ακούγονται έπαινοι ως «Εφεξής δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες πολεμούν ως Ήρωες, αλλ’ οι Ήρωες πολεμούν ως Έλληνες».

Ο Βασιλεύς της Αγγλίας απένειμεν ανώτερον αγγλικόν παράσημον, το παράσημον του Λουτρού, εις τον Έλληνα Αρχιστράτηγον, ο οποίος την τιμητικήν αυτήν διάκρισιν δεν εκράτησε για τον εαυτόν του, αλλά μετεβίβασεν αυτήν δι’ Ημερησίας Διαταγής «εις τον μαχόμενον Ελληνικόν Στρατόν, του οποίου οι καταπλήσσοντες την ανθρωπίνην σκέψιν ηρωϊσμοί ύψωσαν την σύγχρονον Ελλάδα ως καταυγάζον μετέωρον εις τον παγκόσμιον συναγερμόν».  

Ούτως η Ιταλία ηττήθη και ο μύθος περί του αηττήτου του Άξονος ήρχισε να καταρρέη.

Όθεν επιβεβαιώνονται εκ του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, κατά τον πλέον περιφανή τρόπον, τα λεχθέντα από τους αρχαίους προγόνους μας ως: «Ούτε το πλήθος ούτε η ισχύς εισίν αι εν πολέμω τας νίκας ποιούσαι, αλλ’ οπότεροι αν, συν θεοίς, ερρωμενέστερον ίωσιν επί τοις εναντίοις». (Ξενοφών).

«Άνδρες πόλεις (φυλάττουσι) και ου τείχη, ουδέ νήες κεναί ανδρών» (Θουκυδίδης). 

«Αρχή γαρ όντως του νικάν το θαρρείν» (Πλούταρχος).

Αφού λοιπόν οι Ιταλοί κατεδείχθησαν ανίκανοι να εκκαθαρίσουν την κατάστασιν εις την Ελλάδα, ο Χίτλερ απεφάσισε να εκκαθαρίση μόνος του τα πράγματα εις τα Βαλκάνια.

Από την στιγμήν κατά την οποίαν ούτος, αποτυχών να εισβάλη εις τις βρεττανικές νήσους, απεφάσιζε να αναστραφή προς ανατολάς και να επιτεθή κατά της Ρωσίας. Έτσι ο χώρος της Βαλκανικής χερσονήσου άρχισε να προσλαμβάνη μεγάλην στρατηγικήν αξίαν δια τους Γερμανούς. Ο Χίτλερ ποτέ δεν ελησμόνησε πόσον εβάρυνε κατά τον Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον το βαλκανικόν θέατρον επιχειρήσεων. 

Ένα παρόμοιον προς το του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θέατρον επιχειρήσεων, οργανούμενον υπό των Βρετανών εις τον χώρον αυτόν θα ηδύνατο να απειλήση και πάλιν πολύ σοβαρά τις γερμανικές στρατιές, οι οποίες θα εισέβαλον εις την Ρωσίαν. «Καθ’ όλον το διάστημα του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου η γερμανική προπαγάνδα ωργίαζεν. Αυτή ησκείτο δια της εν Αθήναις γερμανικής Πρεσβείας και κατέβαλλε κάθε προσπάθειαν, όπως φέρη τον Λαόν και τον Στρατόν εις αντίθεσιν προς την ασκουμένην υπό του βασιλέως και της Κυβερνήσεως πολιτικήν. Όταν όλες οι δελεαστικές, αλλ’ ανεπίσημοι βολιδοσκοπήσεις απεδείχθησαν μάταιες ήρχισε πλέον εφαρμογή του πολέμου των νεύρων, προς εκφοβισμόν της Ελλάδος». (Γερμανικαί Προτάσεις Ειρήνης, διαρκούντος του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου. Αναστάσιος Π. Ζολώτας, νομικός και ιστοριοδίφης).

Πριν να ιστορίσωμε συντόμως τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά την γερμανικήν επίθεσιν εναντίον της Χώρας μας, κρίνω φρόνιμον να δώσω ωρισμένα στοιχεία για την περιώνυμον οχύρωσιν η οποία είχε κατασκευασθεί υπό της Ελλάδος κατά το χρονικόν διάστημα 1936-1940 κατά μήκος των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων και η οποία φέρεται εις την Ιστορίαν με την ονομασίαν Γραμμή ΜΕΤΑΞΑ, ως κατασκευασθείσα επί κυβερνήσεως Ιωάννου Μεταξά και περιελάμβανεν είκοσι ένα (21) οχυρά.

Η οχύρωσις αυτή, εκτεινομένη εκ του όρους Μπέλλες μέχρι του Έβρου ποταμού, ήτο ιδιαιτέρως πυκνή δια μονίμων έργων εξ ενισχυμένου σκυροκονιάματος και δι’ έργων εκστρατείας εις την περιοχήν της Ανατολικής Μακεδονίας, ενώ ανατολικώτερον, εις την περιοχήν της Δυτικής Θράκης, μόνον μεμονωμένα οχυρά είχαν κατασκευασθεί, ως και περιωρισμένος αριθμός έργων εκστρατείας.

[Η επίθεσις των Γερμανών εναντίον της Χώρας μας, φέρουσα την κωδικήν ονομασίαν «ΜΑΡΙΤΑ» εξεδηλώθη την 6ην Απριλίου 1941.

Αντικειμενικός σκοπός της επιχειρήσεως ήτο η κατάληψις της Βορείου ακτής του Αιγαίου και του κόλπου της Θεσσαλονίκης, με ετοιμότητα συνεχίσεως προς Νότον, για την κατάληψιν ολοκλήρου της Ελλάδος].  (Γ.Ε.Σ. Δ.Ι.Σ.). 

Η αναγγελία της επιθέσεως και η Ελληνική αποφασιστικότης.

Την 5ην ώραν της 6ης Απριλίου 1941, ημέραν Κυριακήν, ο εν Αθήναις Γερμανός Πρέσβυς, ακολουθών το παράδειγμα του Ιταλού συναδέλφου του, αφύπνισε τον Έλληνα Πρωθυπουργόν Αλέξανδρον Κορυζήν, εις τον οποίον και επέδωσεν ένα έγγραφον, δια το οποίου απλώς ανηγγέλλετο ότι, κατά την στιγμήν επιδόσεως, τα γερμανικά στρατεύματα εισήρχοντο εις το Ελληνικόν έδαφος.

Παρατίθενται φωτογραφίες εκείνων, οι οποίοι με πλήρη υπευθυνότητα απεφάσισαν και εδημιούργησαν την Ελληνικήν Εποποιΐαν 1940-1941: 

 

Όπως προανεφέρθη, την πρωΐαν της 6ης Απριλίου 1941, η 12η γερμανική στρατιά, υπό τον Στρατάρχην Βίλχελμ φον Λιστ αποτελουμένη από τρία Σώματα Στρατού και το 8ον Σώμα Αεροπορίας, επιτίθεται εναντίον Ελλάδος και Νοτίου Γιουγκοσλαβίας. 

 

Σημειωτέον ότι το 8ον Σώμα Αεροπορίας διέθετε περί τα χίλια (1.000) αεροπλάνα, εκ των οποίων πολλά καθέτου εφορμήσεως «στούκας». 

Οι Γερμανοί απέβλεπαν να αποκόψουν τον βραχίονα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης από τον υπόλοιπον κορμόν της Ελλάδος. Για τον λόγον αυτόν το κέντρον βάρους της επιθέσεώς των ετοποθετήθη εις την κοιλάδα του Στρυμόνος ποταμού, προς διάνοιξιν της στενωπού του Ρούπελ, ως εγγύτερης κατευθύνσεως προς την Θεσ/νίκην. Παρατίθεται χάρτης περιοχής.

 

 

Εις την ωχυρωμένην τοποθεσίαν Μπέλες – Νέστος είχεν αναπτυχθεί από Ελληνικής πλευράς το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ.) υπό τον Αντιστράτηγον Κωνσταντίνον Μπακόπουλον.

Παρατίθενται φωτογραφίες: 

α. Στοιχείου Αντιαεροπορικού πυροβόλου σε δράση. 

β. Αντιαεροπορικού πυροβολείου εις το Οχυρόν Ρούπελ.

 

 

 Το Τ.Σ.Α.Μ. διέθετε τις XVIII, XIV και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητον Μεραρχίαν, την Ταξιαρχίαν Νέστου, την Ταξιαρχίαν Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. 

Αποστολή του Τ.Σ.Α.Μ. ήταν η σταθερή άμυνα επί της ωχυρωμένης τοποθεσίας και, εις περίπτωσιν αδυναμίας εξασφαλίσεως της τοποθεσίας, σύμπτυξιν των δυνάμεών του προς Θεσ/νίκην. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απηγόρευε την Γερμανικήν προέλασιν προς Θεσ/νίκην εις περίπτωσιν διαρρήξεως της τοποθεσίας Μπέλες. 

Επειδή ανωτέρω κάνω λόγον για Στενωπόν Ρούπελ ή Στενωπός, αυτή έχει μήκος 10 χιλιόμετρα και το πλάτος της κυμαίνεται από 500 μέτρα έως 2 χιλιόμετρα.    

Ενταύθα, ας μου επιτραπή να κάνω μικράν αναδρομήν εις ό,τι αφορά τον ρουν των γεγονότων.

Την νύκτα 3/4 Απριλίου 1941 έλαβε χώραν η μοναδική επαφή μεταξύ Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων εις το γιουγκοσλαβικόν χωριό Κέναλι (νοτίως του Μοναστηρίου παρά τα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα), κατά την οποίαν απεφασίσθη, όπως εις περίπτωσιν γερμανικής προσβολής:

«α. Αποφραχθή δια γιουγκοσλαβικών δυνάμεων η κοιλάδα του Στρούμνιτσα ποταμού (παραποτάμου του Στριμόνος), και εξασφαλισθή η βορειότερον αυτής Βουλγαρογιουγκοσλαβική μεθόριος εις τρόπον ώστε, αφ’ ενός μεν να μη διακυβευθή ο μετά των Ελλήνων σύνδεσμος, μήτε ο ανεφοδιασμός των Γιουγκοσλάβων από Θεσ/νίκην, αφ’ ετέρου δε να εξασφαλισθούν οι Ελληνικές δυνάμεις από πάσης εκ της Γιουγκοσλαβίας γερμανικής υπερκεράσεως».

β. Εκδηλωθή τάχιστα συγκλίνουσα Ελληνο-Γιουγκοσλαβική επίθεσις κατά των εν Αλβανία Ιταλών, προς τον σκοπόν όπως απορριφθή ο εχθρός εις την θάλασσαν ή αιχμαλωτισθή και κατόπιν αυτού απελευθερωθούν οι εκεί μέλλουσες να δράσουν Ελληνο-Γιουγκοσλαβικές δυνάμεις, προς περαιτέρω χρησιμοποίησίν των κατά των Γερμανών».

       Η παράγραφος β είναι πρότασις μη υλοποιηθείσα.

Και επανερχόμεθα εις τον αγώνα των οχυρών Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, έχοντες κατά νουν τα συμφωνηθέντα εις το Κέναλι την 3/4 Απριλίου 1941.     

Μικρότερη, σχετικά προς την κατεύθυνσιν του Ρούπελ, υπήρξεν η γερμανική προσπάθεια προς το υψίπεδον Νευροκοπίου και ακόμη μικρότερη εις την περιοχήν της Δυτ. Θράκης, ως μάλλον μεμακρυσμένων κατευθύνσεων.

Ο πρώην Υπουργός Νικόλαος Μάρτης εις δημοσίευμά του εις τον Ημερήσιον Τύπον (24-5-1999) με τίτλον: «Η αγνοουμένη Επέτειος», γράφει: [Βασικό εμπόδιο ήτο το πανίσχυρο οχυρό Ρούπελ, που δεν επέτρεπε την είσοδον των Γερμανικών μονάδων από την πλευρά του Στριμόνα. Χαρακτηριστικό περιστατικό του πνεύματος αυτοθυσίας, αποτελεί το γεγονός ότι ένα μεμονωμένο πολυβολείο, εκτός των οχυρών, αντέστη όλην την ημέρα και σταμάτησε όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά του. Ο Γερμανός διοικητής όταν συνέλαβε τον μόνον εναπομείναντα Λοχίαν, έδωσεν εντολήν και η Μονάδα του παρουσίασε όπλα, για να τιμήση την γενναιότητά του, αλλά ευθύς αμέσως διέταξε και τον εξετέλεσαν διότι, όπως ανέφερε, είχε αποδεκατισθεί η Μονάδα του από το πολυβολείο αυτό (Π8)].

Πρόκειται για τον Έφεδρον Λοχίαν Ίντζον Δημήτριον γεννηθέντα εν έτει 1906 εις Άνω Πορόϊα Σερρών.

Όπως είδαμεν   ανωτέρω αντέστη όλην την ημέραν και παρεδόθη όταν του τελείωσαν τα 38.000 φυσίγγια και οι χειροβομβίδες. Από το συγκεκριμένον πολυβολείον οι Γερμανοί απώλεσαν 238 μαχητές, μεταξύ των οποίων και έναν Αντισυνταγματάρχην. 

Ενταύθα οφείλω να επισημάνω ότι ο Νικόλαος Μάρτης κατά την Γερμανικήν επίθεσιν υπηρετούσε εκτός των οχυρών εις το Όρος Μπέλες, ως έφεδρος Δόκιμος Αξιωματικός Πυροβολικού. Ήταν βοηθός Επιτελούς και είχε την ευθύνην επαφής με τα οχυρά Ιστίμπεϊ, Κεκλαγιά κ.λπ. και κατέγραφε λεπτόν προς λεπτόν και έζησε τον τιτάνιον αγώνα των μαχητών των οχυρών, όπως γράφει ο ίδιος.           

Ταυτόχρονα με τις εκδηλωθείσες αυτές επιθέσεις των εις τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης, οι Γερμανοί εκινήθησαν επιθετικά και δια της κοιλάδος του Στρούμνιτσα ποταμού (νοτιωτάτη Γιουγκοσλαβία) δια να υπερκεράσουν εκ δυσμών την τοποθεσίαν των οχυρών. Ενώ η γραμμή Μεταξά επί τριήμερον διετηρείτο σχεδόν αλώβητος, τουναντίον εις την κοιλάδα του Στρούμνιτσα ποταμού η γερμανική επίθεσις ευκόλως ανέτρεψε την αντίστασιν των Γιουγκοσλάβων και προήχθη από της πρώτης ημέρας (6 Απριλίου 1941) μέχρι της Γιουγκοσλαβικής πόλεως Στρωμνίτσης και εκείθεν αναστραφείσα προς νότον, διήλθε την Ελληνο-Γιουγκοσλαβικήν μεθόριον (Αυχήν Κωστουρίνου) και δια Κιλκίς κατηυθύνθη ταχέως προς Θεσ/νίκην.

Την εσπέραν της 8ης Απριλίου ισχυρές τεθωρακισμένες γερμανικές δυνάμεις ενεφανίσθησαν εις απόστασιν 20 χιλιομέτρων Β.Δ. της Θεσ/νίκης, και απαίτησαν την άνευ όρων παράδοσιν της πόλεως.

Πρόκειται για την 2αν τεθωρακισμένην Γερμανικήν Μεραρχίαν, η οποία την 8ην ώραν της 9ης Απριλίου εισήλθεν εις Θεσ/νίκην» κατά που γράφει εις την τοπικήν Εφημερίδα ΑΧΑΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ τον Δεκέμβριον 1997 ο ε.α. Υποστράτηγος Αντωνακέας Αριστομένης.    

Μετά σύμφωνον γνώμην Βασιλέως, Κυβερνήσεως και Αρχιστρατήγου, κατόπιν της διαμορφωθείσης δυσμενούς αυτής καταστάσεως υπερφαλαγγίσεως ολοκλήρου της αμυντικής τοποθεσίας Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, ενεκρίθη η συνθηκολόγησις των Ελληνικών Δυνάμεων (των ανωτέρω μόνον περιοχών) με τους Γερμανούς, μετά προηγουμένην όμως εξάντλησιν πάσης δυνατότητος αμύνης των. Και τούτο προς τον σκοπόν διατηρήσεως της μέχρι τότε κτηθείσης Δόξης των Ελληνικών Όπλων και επαυξήσεως Αυτής.

Έτσι εκάμφθη η θαυμαστή Αντίστασις των Ελληνικών Δυνάμεων, η οποία Αντίστασις εξυμνήθη και από αυτούς τούτους τους Γερμανούς. Πολλές τιμητικές εκδηλώσεις υπό των γερμανικών στρατευμάτων εσημειώθησαν προς τις παραδοθείσες φρουρές των οχυρών, κατόπιν της διαταγής συνθηκολογήσεως. «Η συνθηκολόγησις υπεγράφη την 14ην ώραν της 9ης Απριλίου 1941 εις το Γερμανικόν Προξενείον Θεσ/νίκης μεταξύ του Αντιστρατήγου Κωνσταντίνου Μπακοπούλου, Διοικητού του Τ.Σ.Α.Μ. και του Αντιστρατήγου Φάιελ (Rudolf Veiel) Διοικητού της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, με εντίμους για τον Ελληνικόν Στρατόν όρους» (Γ.Ε.Σ. / Δ.Ι.Σ.). 

Ο Χίτλερ, ομιλών την 4ην Μαΐου 1941 εις το Ραϊχστάγκ, εδήλωσε: «Ενώπιον της Ιστορίας είμαι υποχρεωμένος να αναγνωρίσω ότι από τους μέχρι τώρα αντιπάλους μας, ο Έλληνας Στρατιώτης πολέμησε με εξαιρετικήν γενναιότητα και δεν παραδόθηκε παρά όταν κάθε αντίστασή του ήταν αδύνατη. Ως εκ τούτου απεφάσισα να μην κρατηθή κανένας Έλληνας Στρατιώτης αιχμάλωτος και οι Αξιωματικοί να διατηρήσουν τα προσωπικά όπλα τους» (Νικόλαος Μάρτης πρώην Υπουργός, εις τον Ημερήσιον Τύπον 24-5-1999).           

Και επισημαίνει ο αείμνηστος Υπουργός: [Η μοναδική αυτή εις τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δήλωση – ομολογία του Χίτλερ για τον ηρωϊσμό των Ελλήνων μαχητών, των Οχυρών της Μακεδονίας και Θράκης (διότι εις τον αγώνα αυτόν αναφέρεται), που καταγράφεται εις το κείμενο του δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου στο βιβλίο με τίτλο: «Η συμμετοχή της Ελλάδος εις τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον», που εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών με τρία (3) άλλα βιβλία, είναι συνυφασμένη με την 6ην Απριλίου 1941].     

Και έτσι τα ονόματα των οχυρών ΚΑΡΑΤΑΣ, ΙΣΤΙΜΠΕΗ, ΠΑΛΗΟΥΡΓΙΩΝΕΣ, ΜΑΛΙΑΓΚΑ, ΠΕΡΙΘΩΡΙ, ΛΥΣΣΕ, ΠΑΡΤΑΛΟΥΣΚΑ, ΕΧΙΝΟΣ, ΝΥΜΦΑΙΑ και τόσων άλλων θέσεων αποτελούν την ένδοξον πλειάδα των ηρωϊκών και λαμπρών σελίδων της Πολεμικής Ιστορίας μας.

Στιγμιότυπα από την παραλαβήν οχυρών.

  «- Κατά την παραλαβήν του οχυρού ΠΑΛΙΟΥΡΓΙΩΝΕΣ (9 π.μ. της 10ης Απριλίου), προσήλθε Γερμανός Συνταγματάρχης, ενώ ένα Γερμανικόν Τάγμα είχε παραταχθή προ του οχυρού. Ο Γερμανός Συνταγματάρχης προσεφώνησε δια διερμηνέως του Διοικητήν του οχυρού και συνεχάρη την Φρουράν του οχυρού, εκφράσας τον θαυμασμόν του διά την Αντίστασίν της. Προσέθεσε ότι τα γερμανικά στρατεύματα είναι υπερήφανα έχοντα τέτοιους αντιπάλους. Κατόπιν παραλαβών Έλληνα Αξ/κόν, τον Διοικητήν του οχυρού, τον ωδήγησε προ του γερμανικού Τάγματος, προς επιθεώρησίν του υπ’ αυτού.    

Κατά την παραλαβήν του οχυρού Ρούπελ (10 Απριλίου) ο Γερμανός Αξ/κός, ο εντεταλμένος για την παραλαβήν, αφού συνεχάρη τον Διοικητήν του οχυρού, διεβίβασεν εις αυτόν και τα συγχαρητήρια της διοικήσεώς του και τον θαυμασμόν δια την ηρωϊκήν Αντίστασιν του οχυρού και ετόνισεν ότι δια τους Γερμανούς αποτελεί τιμήν και υπερηφάνειαν ότι είχαν αντίπαλον έναν τέτοιον Στρατόν». (Γεώργιος Αχιλλ. Παπαδημητρίου, εις την Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 22-2-2014).

Καθ’ ημετέραν γνώμην, την οποίαν θέτω υπό την επιεική κρίσιν των αναγνωστών, η πρόσκλησις Έλληνος Αξιωματικού, προς Επιθεώρησιν Τάγματος του αντιπάλου, αποτελεί υψίστην τιμήν για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες άλλωστε είναι παγκοίνως γνωστές για τον Ηρωϊσμόν των και για την Πολεμικήν των Αρετήν ακόμη και από την Αρχαιότητα. Τόσον οι Ένοπλες Δυνάμεις μας, όσον και η Ελληνική Πολιτεία, ουδέποτε παραλείπουν να συμπεριφέρωνται προς τον αντίπαλον μετά του δέοντος σεβασμού και αξιοπρεπείας. Ο πόλεμος δεν έχει ως σκοπόν να σκοτώνωμεν ανθρώπους, αλλά να κερδίζωμε τον πολιτικόν σκοπόν του πολέμου.       

Εις πλείστες όσες περιπτώσεις οι αντίπαλοί μας εξήραν το Μεγαλείον της Φυλής μας, προς τούτο αιτούμαι παρά της υμετέρας πνευματικής ευγενείας την επιδαψίλευσιν, όπως αναφερθώ εις δύο χαρκτηριστικές – έχουσες σχέσιν με το αντικείμενον – περιπτώσεις, ειλημμένες εκ της κατά τ’ ανωτέρω εκθειαζομένης Πολεμικής μας Ιστορίας.

  1. Ο άλλοτε στρατιωτικός διοικητής Θεσ/νίκης Χασάν Ταχσίν Πασάς, μετά την παράδοσιν της πόλεως της Θεσ/νίκης εις τον Ελληνικόν Στρατόν, διελθών εκ Παρισίων, έδωκε λίαν ενδιαφέρουσαν συνέντευξιν εις οθωμανόν δημοσιογράφον, ευρισκόμενον εκεί.

Η συνέντευξις αυτή εδημοσιεύθη εις τον Παρισινόν «Χρόνον»… Πέραν των άλλων ηρωτήθη: «Πώς κρίνετε την διαγωγήν των Ελλήνων;».

Ούτως απήντησε: «Η συνείδησίος μου μοι επιβάλλει το καθήκον, όπως άνευ επιφυλάξεως αποδώσω πλήρη τιμήν εις την στάσιν των Ελλήνων, τόσον εις τας Στρατιωτικάς, όσον και εις τας Πολιτικάς Αρχάς».

(Η συνέντευξις αυτή μετεφράσθη εις τα Ελληνικά, από την Εφημερίδα Χρόνος των Παρισίων και εδημοσιεύθη ετεροχρονισμένα εις την Μακεδονίαν 15 Αυγούστου 1913. Εδημοσιεύθη επίσης εις το Εμπρός των Αθηνών).    

Έπειτα ο Χασάν Ταχσίν Πασάς την δήλωσίν του αυτήν, την οποίαν έκανε κατά την συνέντευξιν «περί αποδόσεως τιμών εις την στάσιν των Ελλήνων», την απέδωσε και εμπράκτως. Όταν οι Βούλγαροι διετύπωσαν προς αυτόν αίτημα, όπως συντάξη και υπογράψη γι’ αυτούς πρωτόκολλον παραδόσεως της Θεσ/νίκης, παρόμοιον με το πρωτόκολλον παραδόσεως, το οποίον υπέγραψε για τον Έλληνα Αρχιστράτηγον, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς – προς τιμήν του – απήντησεν αρνητικά, λέγων: «Ο υπό τις διαταγές μου Τουρκικός Στρατός και η Θεσ/νίκη έχουν ήδη παραδοθεί από τις 26 Οκτωβρίου εις τους Έλληνες».

  1. ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ 1912-13. 

«Εις συνδιάλεξιν του ανταποκριτού της «Εστίας» Νικ. Καρβούνη με τον Εσσάτ Πασσά δημοσιεύεται ο εξής διάλογος:

– Επιτρέψατέ μου, στρατηγέ μου, να σας εκφράσω τον θαυμασμόν μας γενικώς δια την υπερήφανον άμυναν, την οποίαν αντετάξατε κατά των στρατευμάτων μας…

– Ευχαριστώ δια την φιλοφρόνησιν, αλλ’ εις εμέ μάλλον επιβάλλεται να σας εκφράσω τον ειλικρινή μου θαυμασμόν δια τον νέον στρατόν σας. αν αι προσπάθειαί μου διά την υπεράσπισιν της γενεθλίου μου πόλεως δεν εστέφθησαν υπό επιτυχίας, παρηγορούμαι αναλογιζόμενος ότι επολέμησα κατά πνευματώδους και πολυμηχάνου στρατηγού, κατά στρατού ηρωϊκού, αξίου μεγάλων παραδόσεων… Βεβαιωθήτε ότι δεν κατατρίβομαι εις μάταια κοπλιμέντα. οι νέοι σας αξιωματικοί επέδειξαν ανδρείαν ηρωϊκήν και ορμήν την οποίαν εζήλευσα. Σας επαναλαμβάνω ότι είμαι τουλάχιστον ευχαριστημένος διότι η φορά των πραγμάτων μ’ έφερεν ηττημένον από τοιούτον στρατόν…

Εις τας εφημερίδας εγράφη το εξής επεισόδιον:

Όταν απεβιβάσθη εις τον Πειραιά ο Εσσάτ Πασσάς, ο κόσμος που ήτο συνηθροισμένος εις την προκυμαίαν, απεκαλύφθη και ήρχισε να χειροκροτή.

Ο στρατηγός ανησύχησεν εις την αρχήν κ’ εστράφη προς τον σύνοδόν του:

– Τί σημαίνει αυτό; ηρώτησε.    

– Σας χαιρετούν στρατηγέ.

– Ώστε χαιρετούν εδώ και τους ηττημένους;

Ο Έλλην αξιωματικός που τον συνώδευε, του εξήγησεν ότι ο λαός εχειροκρότει τον στρατηγόν, ο οποίος αδιάφορον εάν ηττήθη, είχε μολαταύτα πολεμήσει ηρωϊκώς.

Και ο Εσσάτ απήντησε:

– Έθνος, που έχει τέτοια αισθήματα δεν ημπορεί παρά να είναι μεγάλο».   

Επανέρχομαι εις την τιτανομαχίαν του Οχυρού Ρούπελ. Όπως μου είχεν αφηγηθεί ο Γρηγόρης Αθανασόπουλος, όταν κάποιαν στιγμήν το οχυρόν Ρούπελ περιεσφίγγετο από τον αντίπαλον, αψηφών τον κίνδυνον, εξέθεσε τον εαυτόν του εις τα πυρά του αντιπάλου και άρχισε να ρίχνη χειροβομβίδες, εκεί τον έπληξε με χειροβομβίδα γερμανός στρατιώτης, ευρισκόμενος εις πλεονεκτικωτέραν θέσιν. Η χειροβομβίδα ετραυμάτισε τον Γρηγόρην και εφόνευσε τον συμπολεμιστήν του Λοχίαν.

Εν συνεχεία οι υπερασπιστές των οχυρών μετεφέρθησαν εις το Βουλγαρικόν έδαφος και εκρατήθησαν εις κάποιο στρατόπεδον. Εκεί εγένετο διαλογή των μη τραυματιών και ικανών προς μάχην, τους οποίους εξησφάλισαν εις άλλο στρατόπεδον συγκεντρώσεως, καθ’ ότι ο Ελληνο-Γερμανικός Πόλεμος εσυνεχίζετο.

Οι ασθενείς και τραυματίες περισυνελέγησαν υπό του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και διευκολύνθησαν προς επιστροφήν εις τις εστίες των. Εις την κατηγορίαν αυτήν υπήχθη και ο Γρηγόρης Αθανασόπουλος. Την αγγελίαν ότι ο Γρηγόρης ζούσε μετέφερεν εις την μητέραν του Ρεβέκκαν, την γνωστήν με το παρατσούκλι Ρήγω = Ρηγοπούλα = Βασιλοπούλα, ο -εξ Αναστάσεως Καλαβρύτων τέως Αναστασόβης- Αναστασόπουλος Σπυρίδων, ο γνωστός με το παρατσούκλι Πίσσας. Σημειωτέον ότι του κομίσαντος το χαρμόσυνον άγγελμα πως «ο Γρηγόρης ζούσε», δυστυχώς ο γυιός αυτού Νίκος Αναστασόπουλος έπεσεν ηρωϊκώς μαχόμενος εις τον 38ον παράλληλον (σύνορα Νοτίου-Βορείου Κορέας). 

Εις ό,τι αφορά τον Ντίνον τον Γιαννόπουλον εξάδελφον και συμπολεμιστήν του Γρηγόρη εχώρισαν οι δρόμοι τους εις το εν Βουλγαρία στρατόπεδον, καθ’ ότι δεν συγκατελέγετο εις τους ασθενείς ή τραυματίες.

Τέλος μετά από τέσσαρες ημέρες άνισου αγώνα, έληξεν η Ελληνική Αντίστασις εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και Δυτικήν  Θράκην. Οι απώλειες του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ.) ανήλθαν εις χίλιους (1.000) νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι γερμανικές απώλειες ήσαν πολύ περισσότερες ανερχόμενες περίπου εις 2.600 νεκρούς και τραυματίες.

Ειρήσθω εν παρόδω, όπως μου είχεν αφηγηθεί ο Γρηγόρης Αθανασόπουλος, όταν συνελήφθη υπό των γερμανών, τον ηρώτησεν ένας Γερμανός Αξιωματικός: «Από πού είσαι;» Και για να μην μακρηγορώ, όταν του είπε από Καμενιάνους, του απήντησε ότι εγνώριζε το χωριό, καθ’ ότι ειργάζετο ως πολιτικός μηχανικός κατά την κατασκευήν της αμαξιτής οδού Ψωφίδος – Καλαβρύτων.

Η αμαξιτή οδός Ψωφίδος – Καλαβρύτων κατεσκευάσθη από την Ελληνικήν Εταιρείαν ΑΘΗΝΑ κατά το χρονικόν διάστημα 1930-1938, όπως με επληροφόρησεν ο εξ Αγριδίου Αροανίας Καλαβρύτων δάσκαλος κ. Χρυσανθόπουλος Αθανάσιος. 

Εκτιμώ ότι ο Γερμανός Αξιωματικός είχεν ιδεί εις ανύποπτον χρόνον τον Γρηγόρην και τον ανεγνώρισε.    

Παρατίθεται εις το αμέσως επόμενον δημοσίευμα αφήγησις του Γρηγορίου Αθανασοπούλου προς τον υιόν αυτού Χρήστον Αθανασόπουλον, με εν σπουδή σχολίασιν υπό του δευτέρου της οικογενειακής των προσφοράς εις το Έθνος μας.  

       

Φωτόπουλος Δ. Γεώργιος-Γεωργάκης 

Εκ Μεγάλης Βρύσης Καμενιάνων Καλαβρύτων