Για μια πολιτική αλλαγών και όχι μεταρρυθμίσεων

Μαρίνος Σκανδάμης

Η πρόσφατη μελέτη δεδομένων από το Δίκτυο Έρευνας για την Προοδευτική Πολιτική (PPRNet) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ο διάλογος που προκλήθηκε μεταξύ βρετανών ακαδημαϊκών και αρθρογράφων, δείχνει ότι η υιοθέτηση δεξιών ή και αμιγώς κεντρώων πολιτικών, από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, δεν αποφέρει σε αυτά νέους ψηφοφόρους.

Όπως επισημαίνεται, τα κεντροαριστερά κόμματα που υπόσχονται λ.χ. μια πιο σκληρή στάση στο θέμα της μετανάστευσης ή χαμηλές δημόσιες δαπάνες είναι απίθανο να προσελκύσουν δυνητικούς ψηφοφόρους της δεξιάς, ενώ επιπλέον κινδυνεύουν να αποξενώσουν και τους υπάρχοντες προοδευτικούς υποστηρικτές τους.

Και αυτό γιατί «οι ψηφοφόροι τείνουν να προτιμούν το πρωτότυπο από το αντίγραφο», δηλαδή να επιλέγουν ευχερέστερα τα γνήσια δεξιά κόμματα από τα ιμιτασιόν δεξιόστροφα σοσιαλδημοκρατικά.

Δεν χρειαζόταν βεβαίως το κύρος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για να κατανοήσουμε αυτή την ανησυχητική πολιτική πραγματικότητα.

Στη χώρα μας, μετά την εκλογική κατακρήμνιση του ΠΑΣΟΚ το 2012 και ακόμη περισσότερο το 2015, δεν μπόρεσε να συγκροτηθεί ένας άλλος μόνιμος ισχυρός πολιτικός πόλος ενάντια στη ΝΔ.

Δηλαδή ένα άλλο σοσιαλιστικό, σοσιαλδημοκρατικό ή αριστερό κόμμα με μεγάλα εκλογικά ποσοστά, που θα τού επέτρεπαν σταθερή κυβερνητική παρουσία και χρονική αντοχή.

Η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, που έφθασε σχεδόν στο σημείο της διάλυσης, επιβεβαιώνει αυτό.

Μάλιστα, η κατίσχυση της δεξιάς σκέψης και πράξης, που αναπαράγεται στον δημόσιο λόγο από οικονομικά και μιντιακά συστήματα  ως η μόνη κανονικότητα, έχει επιβάλλει ένα νέο πολιτικό ήθος στα άλλα, πλην της ΝΔ, κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου.

Δηλαδή, στα κόμματα αυτά «υποδεικνύεται» από την ηγεμονική δεξιά σκέψη να λειαίνουν το λόγο τους, να αποφεύγουν την ολιστική αμφισβήτηση της πολιτικο-οικονομικής δεξιάς «τάξης» και να συγκλίνουν στο πολιτικό κέντρο ως το melting pot, δηλαδή ως το χωνευτήρι διαφορετικών πολιτικών χώρων σε ένα ομογενοποιημένο καθεστώς.

Όπου η ανάγκη για ριζικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης της χώρας και στο μοντέλο ανάπτυξής της υποκαθίσταται από απλές «μεταρρυθμίσεις».

Η κατάσταση αυτή ενθαρρύνει την «υπευθυνότητα» και την «ανεύρεση συναινέσεων» ως τις μόνες συστημικά αποδεκτές πολιτικές στάσεις.

Όμως, η υποχώρηση από το αξίωμα ότι η πολιτική είναι κατ’ εξοχήν σύγκρουση, στην οποία βεβαίως δεν υπάρχουν εχθροί, όπως ο λαϊκισμός επιδιώκει να δημιουργεί, αλλά μόνο πολιτικοί αντίπαλοι με τους οποίους βρισκόμαστε σε αντιπαράθεση σε επίπεδο διαφορετικών ιδεών και  προτάσεων, οδηγεί όλο και περισσότερο σε ένα αδιαφοροποίητο πολιτικό σύστημα.

Σε αυτή την κατάσταση, της εσφαλμένης λογικής του ότι «όλοι ίδιοι είστε», ο λαός είτε απομακρύνεται από την πολιτική διαδικασία, καταγράφοντας όλο και περισσότερο υψηλά ποσοστά αποχής από τις εκλογές είτε εμπιστεύεται τα δεξιά κόμματα ως ικανότερους εκφραστές του συντηρητικού αδιαφοροποίητου συστήματος.

Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιφυλάσσει για τον εαυτό του τον ρόλο του διορθωτή των νομοσχεδίων της ΝΔ.

Γιατί δεν είναι άλλο ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα, αλλά, όπως και ο τίτλος του επισημαίνει, ένα κίνημα αλλαγής.

Στην κατεύθυνση αυτή, η κάθετη άρνηση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ να ψηφίσει το νομοσχέδιο για την επιστολική ψήφο των αποδήμων, λόγω της επέκτασης της ως δυνατότητα επιλογής στο σύνολο του πληθυσμού εντός της χώρας, πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία για την άρνηση των κύριων νομοσχεδίων της κυβέρνησης της ΝΔ.

Και αυτό γιατί η κυβερνητική κουλτούρα νομοθέτησης είναι κατά κανόνα στον πυρήνα της αντιδημοκρατική, αφού με πρόφαση δικαιώματα, διορθώσεις και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, επιδιώκει την αλλοίωση των δημοκρατικών κανόνων και τη λειτουργία του λεγόμενου επιτελικού κράτος προς όφελος των λίγων, όπως εξάλλου και το ψήφισμα – καταδίκη του ευρωκοινοβουλίου επιβεβαιώνει για το κυβερνητικό καθεστώς.

Έτσι, η κατάθεση των δικών μας προτάσεων νόμου, αποτελεί την ασφαλή οδό της ανοικτής προβολής των θέσεων μας στην κοινωνία.

Μάλιστα, ενόψει του ορθού στόχου που έθεσε ο Νίκος Ανδρουλάκης να είμαστε στις ευρωεκλογές η πρώτη αντίπαλη δύναµη της ΝΔ, οφείλουμε να συστρατευτούμε  στον αγώνα για την ανάδειξη των διακριτών στοιχείων του ΠΑΣΟΚ, που θα το καταστήσουν κυβερνητική δύναμη μεγάλων αλλαγών.

Ο Μαρίνος Σκανδάμης είναι Διδάκτωρ Νομικής, Τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής